εκλέγω Verb  [eklego, eklero, eklegw]

  Verb
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu εκλέγω

εκλέγω altgriechisch ἐκλέγω (διαλέγω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu εκλέγω

εκλέγω [ekléγo] -ομαι Ρ αόρ. εξέλεξα, απαρέμφ. εκλέξει, παθ. αόρ. εκλέχτηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξελέγη, εξελέγησαν, απαρέμφ. εκλεγεί και εκλεχτεί, μππ. εκλεγμένος : (συνήθ. για σύνολο προσώπων) με ψηφοφορία δηλώνω την προτίμησή μου για το πρόσωπο το οποίο θεωρώ μεταξύ άλλων ως το πιο κατάλληλο για να αναλάβει ένα αξίωμα· αναδεικνύω κπ. σε ένα αξίωμα με εκλογή· (πρβ. επιλέγω): H γενική συνέλευση εκλέγει το διοικητικό συμβούλιο. Ο λαός εκλέγει τους αντιπροσώπους του στο κοινοβούλιο με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία· (πρβ. ψηφίζω). || συνήθ. σε αντιδιαστολή προς το διορίζω: H στρατιωτική κυβέρνηση διόρισε, στη θέση των δημοκρατικά εκλεγμένων δημάρχων, πρόσωπα της εμπιστοσύνης της.

[λόγ. < αρχ. ἐκλέγω `διαλέγω΄ με αλλ. της σημ. κατά το εκλογή]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback