δόση altgriechisch δόσις δίδωμι ((Lehnbedeutung) französisch dose)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
για την αγορά μονοδύναμων εμβολίων 0,3 EUR ανά δόση· | 0,30 EUR je Dosis für den Erwerb monovalenter Impfstoffe; Übersetzung bestätigt |
για την αγορά διδύναμων εμβολίων 0,45 EUR ανά δόση· | 0,45 EUR je Dosis für den Erwerb bivalenter Impfstoffe; Übersetzung bestätigt |
Συνιστώμενη δόση: 7,3 × 109 μονάδες δραστικότητας (CFU) ανά kg πλήρους ζωοτροφής. | Empfohlene Dosis: 7,3 × 109 KBE/kg Alleinfuttermittel. Übersetzung bestätigt |
Συνιστώμενη δόση ανά χιλιόγραμμο πλήρους ζωοτροφής: 5 g. | Empfohlene Dosis je kg Alleinfuttermittel: 5 g. Übersetzung bestätigt |
Κατά συνέπεια, είναι δυνατόν να παρατηρείται συγκεκριμένο περίγραμμα τοξικότητας σε μελέτες επαναλαμβανόμενης δόσης σε ζώα με δόση/συγκέντρωση κάτω της καθοδηγητικής τιμής, όπως < 100 mg/kg σωματικού βάρους/ημέρα με χορήγηση από του στόματος. Ωστόσο, η φύση της επίδρασης, όπως η νεφροτοξικότητα που παρατηρείται μόνο σε αρσενικούς επίμυες συγκεκριμένης φυλής με ευαισθησία στην εν λόγω επίδραση μπορεί να καταλήξει σε απόφαση για μη ταξινόμηση. | Es ist also durchaus möglich, dass ein spezifisches Toxizitätsprofil in Tierstudien mit wiederholter Verabreichung bei einer Dosis/Konzentration unterhalb des Richtwertes auftritt (beispielsweise < 100 mg/kg Körpergewicht/Tag auf dem oralen Expositionsweg), aufgrund der Art der Wirkung (beispielsweise Nephrotoxizität, nur bei männlichen Ratten eines bestimmten Stamms mit bekannter Empfänglichkeit für diese Wirkung festzustellen) jedoch entschieden wird, keine Einstufung vorzunehmen. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Dosis |
Tarif |
Rate |
Abzahlung |
Teilzahlung |
Ratenzahlung |
δόση η [δósi] : 1α. ορισμένη ποσότητα φαρμάκου που πρέπει να πάρει κάποιος ασθενής: Aυξάνω / μειώνω τη δόση. Πήρε υπερβολική δόση κι έπαθε δηλητηρίαση. || Παίρνει / ζητάει τη δόση του, για ναρκομανή. (έκφρ.) παίρνω τη δόση μου, για κτ. δυσάρεστο που μου συμβαίνει σχεδόν καθημερινά και μου δηλητηριάζει την ψυχική διάθεση. β. η ακριβής ποσότητα κάθε υλικού που χρειάζεται για να γίνει κτ., κυρίως στη μαγειρική ή στη ζαχαροπλαστική: Έκανα διπλή δόση κέικ. Δύο δόσεις φρούτα, μία δόση ζάχαρη, μέρος. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.