δούλος altgriechisch δοῦλος μυκηναϊκή ???????????? (do-e-or) χαναανική *dōʾēlu (υπηρέτης, ακόλουθος)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
σκλάβος |
ανδράποδο |
υποχείριο |
είλωτας |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
![]() |
δούλος ο [δúlos] : 1α. αυτός που είχε στερηθεί την προσωπική του ελευθερία και κάθε ανθρώπινο δικαίωμα και που αποτελούσε ιδιοκτησία κάποιου· (πρβ. σκλάβος): Οι δούλοι στην αρχαία Ελλάδα / στην αρχαία Ρώμη αποτελούσαν μέρος της περιουσίας των ελεύθερων πολιτών. || (επέκτ.) άνθρωπος στον οποίο δεν αναγνωρίζονται, στην πράξη, ορισμένα δικαιώματα: Kαι στην εποχή μας ακόμη άλλοι είναι δούλοι και άλλοι αφέντες. Tους συνεργάτες του τους αντιμετωπίζει σαν δούλους. β. (μτφ., αρσ.) αυτός που είναι απόλυτα εξαρτημένος από κτ., με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ενεργεί ως πνευματικά ή ψυχικά ελεύθερος άνθρωπος: Είναι δούλος των παθών του / του ποτού / των ναρκωτικών. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.