διόγκωση Koine-Griechisch διόγκωσις[1]
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Σοβαρό οίδημα (διόγκωση άνω του 1 mm εκτεινόμενη πέραν της επιφάνειας έκθεσης) … | Ausgeprägtes Ödem (Schwellung mehr als 1 mm und über den Expositionsbereich hinaus) … Übersetzung bestätigt |
Μέτριο οίδημα (διόγκωση 1 mm περίπου) … | Mäßiges Ödem (Schwellung etwa 1 mm) … Übersetzung bestätigt |
Όταν αναστέλλονται τα συγκεκριµένα ένζυµα παράγεται µικρότερη ποσότητα προσταγλανδίνης. ∆εδοµένου ότι οι προσταγλανδίνες είναι ουσίες οι οποίες ενεργοποιούν τη φλεγµονή, η τεποξαλίνη µειώνει τη φλεγµονή και τη διόγκωση των µυών ή των αρθρώσεων, καθώς και τον πόνο που αυτές συνεπάγονται. | Da die Prostaglandine Substanzen sind, die Entzündungen auslösen, verringert Tepoxalin die Entzündung und die Schwellung von Muskeln oder Gelenken und die damit verbundenen Schmerzen. Übersetzung bestätigt |
Ήπιες και παροδικές τοπικές αντιδράσεις εµφανίζονται συνήθως µετά από τη χορήγηση µίας δόσης εµβολίου, κυρίως διόγκωση (κατά µέσο όρο µέχρι και 2 cm2) και ερυθρότητα (κατά µέσο όρο µέχρι και 3 cm2), και σε ορισµένες περιπτώσεις οίδηµα (κατά µέσο όρο µέχρι και 17 cm2). | Leichte vorübergehende Lokalreaktionen, die üblicherweise nach der Verabreichung einer Dosis des Impfstoffes auftreten, sind hauptsächlich Schwellung (durchschnittlich bis zu 2 cm2) und Rötung (durchschnittlich bis zu 3 cm2) und in einigen Fällen Ödeme (durchschnittlich bis zu 17 cm2). Übersetzung bestätigt |
Όχι συχνές ανεπιθύµητες ενέργειες (επηρεάζουν 1 µε 10 χρήστες στους 1. 000): • Νευρικότητα, µειωµένη προσοχή, αίσθηµα έντονης υπνηλίας, εξάντληση ή κούραση, υπερβολικός ύπνος, χαρούµενη διάθεση (µανία), κακή διάθεση, αδράνεια • Ρινική συµφόρηση • Λοίµωξη της ουροδόχου κύστης, στοµαχική και εντερική λοίµωξη, ωταλγία • Ξαφνική διόγκωση των χειλιών και των µατιών µαζί µε δυσκολία στην αναπνοή, αλλεργία • Πόνος στον αυχένα, πόνος στους γλουτούς, µυοσκελετικός πόνος του θώρακα, πόνος κατά τη διάρκεια της ένεσης, θωρακική δυσφορία, πρήξιµο και διόγκωση του δέρµατος στο σηµείο της ένεσης • Μειωµένη όρεξη, αυξηµένη όρεξη • Σεξουαλική δυσλειτουργία, διόγκωση του µαστού σε άντρες, µειωµένη γενετήσια ορµή • Έντονος κνησµός στο δέρµα, µειωµένη αίσθηση του δέρµατος στον πόνο και στο άγγιγµα, αίσθηµα νυγµών, τσιµπήµατος ή µουδιάσµατος στο δέρµα, απόστηµα κάτω από το δέρµα, απώλεια µαλλιών, ακµή, ξηροδερµία • Λιποθυµία, πτώση στην αρτηριακή πίεση όταν σηκώνεστε, αίσθηµα ζάλης µετά την αλλαγή θέσης σώµατος • Μη φυσιολογικός καρδιακός ρυθµός, αίσθηµα καρδιακών παλµών, αργός καρδιακός κτύπος • Γρήγορο και ανεξέλεγκτο τρέµουλο του σώµατος (σπασµός) • Μειωµένα λευκοκύτταρα που βοηθούν ενάντια στη λοίµωξη, µειωµένα αιµοπετάλια (κύτταρα | Gelegentliche Nebenwirkungen (1 bis 10 Behandelte von 1000): • Nervosität, mangelnde Aufmerksamkeit, sich sehr schläfrig, erschöpft oder matt fühlen, übermäßig viel Schlaf, freudig erregte Stimmung (Manie), Gefühl, "nicht auf der Höhe" zu sein, Schwerfälligkeit • Verstopfung der Nase • Infektion der Harnblase, Magenund Darminfektion, Ohrenschmerz, • plötzliche Schwellung der Lippen und Augen zusammen mit Schwierigkeiten beim Atmen, Allergie • Nackenschmerzen, Gesäßschmerzen, Muskelschmerz in der Brust, Schmerz während der Injektion, Brustbeschwerden, Schwellung und Verdickung der Haut an der Injektionsstelle • verminderter Appetit, verstärkter Appetit • sexuelle Funktionsstörung, Vergrößerung der Brust bei Männern, verringerter sexueller Antrieb • starkes Hautjucken, verringerte Schmerzund Berührungsempfindlichkeit der Haut, Kribbel-, Stechoder Taubheitsgefühl der Haut, Abszess unter der Haut, Haarausfall, Akne, trockene Haut Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Beule |
Schwellung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Schwellung | die Schwellungen |
Genitiv | der Schwellung | der Schwellungen |
Dativ | der Schwellung | den Schwellungen |
Akkusativ | die Schwellung | die Schwellungen |
διόγκωση η [δióŋgosi] : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διογκώνω. 1. αύξηση του όγκου ενός σώματος: H διόγκωση της ζύμης. || πρήξιμο: H διόγκωση της σπλήνας / των αδένων. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.