διεισδύω Verb  [diisdio, thiisthio, dieisdyw]

  Verb
(0)

Etymologie zu διεισδύω

διεισδύω Koine-Griechisch διεισδύω / διεισδύνω διά + altgriechisch εἰσδύνω ( δύω)


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
εισέρχομαι
μπαίνω
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu διεισδύω

διεισδύω [δiizδío] Ρ9α : 1α. για κτ. που εισχωρεί κάπου, που μπαίνει μέσα από στενές διόδους και προχωρεί σε βάθος: Στη Nορβηγία η θάλασσα διεισδύει στο εσωτερικό σχηματίζοντας τα φιόρδ. β. για κτ. που διαπερνά ένα σώμα αργά και ανεπαίσθητα: Tο νερό διεισδύει στα θεμέλια του σπιτιού και τα διαβρώνει. H σκόνη διεισδύει παντού. Tα μικρόβια διεισδύουν μέσα από τις ανοιχτές πληγές. γ. για κπ. που προχωρεί μέσα σε μια σχεδόν αδιαπέραστη ή απαγορευμένη περιοχή: Οι εξερευνητές διείσδυσαν βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Οι στρατιώτες διείσδυσαν μέσα από τις εχθρικές γραμμές. Δημοσιογράφοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν στα άδυτα των μυστικών υπηρεσιών. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback