Griechisch | Deutsch |
---|---|
Η Επιτροπή μπορεί να διαθέσει λογισμικό εφαρμογής αναφοράς, δηλαδή κατάλληλο λογισμικό που θα παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα για μια τέτοια διασύνδεση, τα δε κράτη μέλη θα μπορούν να επιλέξουν να χρησιμοποιήσουν το λογισμικό αυτό αντί δικού τους λογισμικού διασύνδεσης για την εφαρμογή του κοινού συνόλου πρωτοκόλλων που επιτρέπει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ βάσεων δεδομένων ποινικού μητρώου. | Die Kommission kann den Mitgliedstaaten hierzu zur Verfügung stellen, nämlich eine geeignete Software, die die Mitgliedstaaten dazu in die Lage versetzt, diese Verbindung herzustellen und die sie anstelle ihrer eigenen Verbindungssoftware zur Anwendung der einheitlichen Protokolle zur Ermöglichung des Informationsaustauschs zwischen ihren Strafregisterdatenbanken nutzen können. Übersetzung bestätigt |
Τη διασύνδεση δύο "ψηφιακών υπολογιστών" έτσι ώστε, εάν σημειωθεί βλάβη στην ενεργό κεντρική μονάδα επεξεργασίας, να μπορεί να συνεχισθεί η λειτουργία του συστήματος από μία δεύτερη κεντρική μονάδα επεξεργασίας που παρακολουθεί τις λειτουργίες της πρώτης αλλά δεν είναι ενεργά συνδεδεμένη. | die gegenseitige Verbindung von zwei „Digitalrechnern“ so verwenden, dass bei Ausfall der aktiven Zentraleinheit eine mitlaufende Zentraleinheit die Aufgaben des Systems fortführen kann, Übersetzung bestätigt |
Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού «συσκευές χειρισμού και προστασίας υψηλής τάσεως» σημαίνει συσκευές διακοπής καθώς και συνδυασμό τους με συναφή τεχνικό εξοπλισμό ελέγχου, μέτρησης, προστασίας και ρύθμισης, καθώς και συγκροτήματα συσκευών και τεχνικού εξοπλισμού του είδους αυτού με συναφείς διασυνδέσεις, παρελκόμενα, περιβλήματα και υποστηρικτικούς μηχανισμούς, τα οποία προορίζονται να χρησιμοποιούνται στην παραγωγή, μεταφορά, διανομή και μετατροπή ηλεκτρικής ενέργειας σε ονομαστικές τάσεις άνω των 1000 V. | Für die Zwecke dieser Verordnung sind Schaltgeräte und deren Kombination mit zugehörigen Steuer-, Mess-, Schutzund Regeleinrichtungen sowie Baugruppen aus derartigen Geräten und Einrichtungen mit den dazugehörigen Verbindungen, Zubehörteilen, Gehäusen und tragenden Gerüsten, die zur Erzeugung, Übertragung, Verteilung und Umwandlung elektrischer Energie bei Nennspannungen von über 1000 Volt bestimmt sind. Übersetzung bestätigt |
Πρέπει να κοινοποιούνται όλες οι απαραίτητες οδηγίες, πληροφορίες και προδιαγραφές για την ασφαλή και ορθή διασύνδεση μεταξύ του προωστικού συστήματος και του αεροσκάφους. | Alle erforderlichen Anweisungen, Informationen und Anforderungen an die sichere und ordnungsgemäße Verbindung zwischen dem Antriebssystem und dem Luftfahrzeug sind bekannt zu machen. Übersetzung bestätigt |
κάθε εξοπλισμός που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την ηλεκτρονική διασύνδεση ενός δημόσιου δικτύου τηλεπικοινωνιών για τη μεταβίβαση, επεξεργασία ή λήψη πληροφοριών· και στις δύο περιπτώσεις, δηλαδή είτε η σύνδεση είναι άμεση είτε είναι έμμεση, μπορεί να γίνει με καλώδιο, οπτικές ίνες ή ηλεκτρομαγνητικά κανάλια· η σύνδεση είναι έμμεση, αν μεταξύ του τερματικού και της ηλεκτρονικής διασύνδεσης του δημόσιου δικτύου παρεμβάλλεται άλλη συσκευή· | direkt oder indirekt an die Schnittstelle eines öffentlichen Telekommunikationsnetzes angeschlossene Einrichtungen zum Aussenden, Verarbeiten oder Empfangen von Nachrichten; sowohl bei direkten als auch bei indirekten Anschlüssen kann die Verbindung über Draht, optische Faser oder elektromagnetisch hergestellt werden; bei einem indirekten Anschluss ist zwischen der Endeinrichtung und der Schnittstelle des öffentlichen Netzes ein Gerät geschaltet; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
διασύνδεση συστημάτων |
Deutsche Synonyme |
---|
Verbindung |
Bündnis |
Brücke |
Bindung |
Anbindung |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | die Verbindung | die Verbindungen |
Genitiv | der Verbindung | der Verbindungen |
Dativ | der Verbindung | den Verbindungen |
Akkusativ | die Verbindung | die Verbindungen |
διασύνδεση η [δiasínδesi] : σχέση με ένα κλειστό σύνολο ανθρώπων που ανήκουν σε κάποιο συγκεκριμένο χώρο, η οποία δίνει τη δυνατότητα για λήψη πληροφοριών, απόκτηση επιρροής κτλ.: Έχει κάποιος διασυνδέσεις με τον πολιτικό / επιχειρηματικό κόσμο. Aποσύρθηκε από την πολιτική, διατηρεί όμως τις διασυνδέσεις του.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.