δεύτερος Adj.  [defteros, thefteros, deyteros]

  Adj.
(1309)
  Adj.
(1)

Etymologie zu δεύτερος

δεύτερος altgriechisch δεύτερος δύο


GriechischDeutsch
Ο δεύτερος πυλώνας του σχεδίου αναδιάρθρωσης είναι ένα επενδυτικό πρόγραμμα με σκοπό την αντικατάσταση του παλαιού και παρωχημένου εξοπλισμού με νέα σύγχρονη τεχνολογία.Die zweite Säule des Umstrukturierungsplans bilde ein Investitionsplan, im Zuge dessen die veraltete Ausrüstung durch neue und moderne Technologie ersetzt werden sollte.

Übersetzung bestätigt

Συνεπώς, ο δεύτερος ισχυρισμός της Ελλάδας πρέπει να απορριφθεί.Folglich muss die zweite Feststellung der griechischen Behörden zurückgewiesen werden.

Übersetzung bestätigt

Ο δεύτερος τομέας, ο οποίος αποκαλείται «κανονική διαχείριση», είναι εντεταλμένος με τη χρηματοδότηση έργων, εγκαταστάσεων, δικτύων και εξοπλισμού, που σκοπό έχουν την παροχή δημόσιων υπηρεσιών και την εκτέλεση εγγειοβελτιωτικών έργων.Die zweite Sparte („gestione ordinaria“) umfasst die Verwaltung der Finanzierung von Arbeiten, Betrieben, Netzen und Ausrüstung zur Erbringung öffentlicher Dienstleistungen und zur Durchführung von Entwässerungsprojekten.

Übersetzung bestätigt

Ο πρώτος πίνακας περιλαμβάνει μία αισιόδοξη πρόβλεψη, ο δεύτερος μία απαισιόδοξη.Die erste Tabelle enthält ein optimistisches Szenario, die zweite ein pessimistisches.

Übersetzung bestätigt

Ο δεύτερος τομέας δραστηριοποίησης της Sachsen LB, ήτοι συναλλαγές στην κεφαλαιαγορά, θα παραμείνουν στην LBBW και θα παρέχονται από ένα υποκατάστημα της LBBW στη Σαξονία.Der zweite Tätigkeitsbereich der Sachsen LB, das Kapitalmarktgeschäft, verbleibt in der LBBW und wird in Sachsen von einer Niederlassung der LBBW angeboten.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu δεύτερος.



Griechische Definition zu δεύτερος

δεύτερος, αριθμητ. επίθ.

1)
α) Που ακολουθεί μετά τον πρώτο:
(Προδρ. III 273-50 χφ P κριτ. υπ.
β) μικρότερος στην ηλικία, νεότερος:
Είχεν κι άλλους δύο αδελφούς δευτέρους από αύτον (Χρον. Μορ. H 1365).
2) Άλλος:
τότες απού τα Χανιά δεύτεροι Τούρκοι βγαίνουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 45018).
3) Που έχει δευτερεύουσα, μικρότερη αξία, υποδεέστερος (σε αντιδιαστολή με το υψηλός):
(Διήγ. παιδ. 394).
4) (Με γεν.) όμοιος με κάπ.:
(Διγ. Gr. 2101).
5) (Με το ουσ. παρουσία, προκ. για τη «δευτέρα παρουσία»):
ευρείν έλεος … εν τῃ δευτέρᾳ και φρικτῄ αυτού παρουσίᾳ (Σεβήρ., Διαθ. 18915).
Το θηλ. Δευτέρα ως κύρ. όν. =
1) Η δεύτερη μέρα της εβδομάδας:
(Μαχ. 66829).
2) Η «ημέρα της κρίσεως», η «δευτέρα παρουσία»:
εν τῃ Δευτέρῃ τῃ φρικτῄ οι καθαροί … να χαρούν εις τα μονάς Κυρίου (Απολλών. 651).
Το ουδ. πληθ. ως ουσ. =
1) (Προκ. για εξουσία) η δεύτερη θέση:
οι δυο βασιλείς εποίησαν Κωνστάντιον και Μαξιμιανόν … να έχουσι τα δεύτερα της εξουσίας αυτών (Χρονογρ. (Λαμψ.) 231).
2) Έκφρ. εκ δευτέρου = για δεύτερη φορά, ξανά:
(Κορων., Μπούας 121).
[αρχ. αριθμητ. επίθ. δεύτερος. Η λ. και σήμ.]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback