γδέρνω Verb  [gderno, rderno, gtherno, gdernw]

  Verb
(2)
  Verb
(0)
(0)
(0)
  Verb
(0)

Etymologie zu γδέρνω

γδέρνω mittelgriechisch εγδέρνω altgriechisch ἐκδέρω


GriechischDeutsch
Ξέρεις τι σημαίνει "γδέρνω";Weißt du zufällig, was "häuten" bedeutet?

Übersetzung nicht bestätigt

Να τις γδέρνω. Όπως τις γάτες.Ich soll sie häuten... wie die Katzen.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu γδέρνω

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γδέρνωγδέρνουμε, γδέρνομεγδέρνομαιγδερνόμαστε
γδέρνειςγδέρνετεγδέρνεσαιγδέρνεστε, γδερνόσαστε
γδέρνειγδέρνουν(ε)γδέρνεταιγδέρνονται
Imper
fekt
έγδερναγδέρναμεγδερνόμουν(α)γδερνόμαστε, γδερνόμασταν
έγδερνεςγδέρνατεγδερνόσουν(α)γδερνόσαστε, γδερνόσασταν
έγδερνεέγδερναν, γδέρναν(ε)γδερνόταν(ε)γδέρνονταν, γδερνόντανε, γδερνόντουσαν
Aoristέγδαραγδάραμεγδάρθηκαγδαρθήκαμε
έγδαρεςγδάρατεγδάρθηκεςγδαρθήκατε
έγδαρεέγδαραν, γδάραν(ε)γδάρθηκεγδάρθηκαν, γδαρθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω γδάρει
έχω γδαρμένο
έχουμε γδάρει
έχουμε γδαρμένο
έχω γδαρθεί
είμαι γδαρμένος, -η
έχουμε γδαρθεί
είμαστε γδαρμένοι, -ες
έχεις γδάρει
έχεις γδαρμένο
έχετε γδάρει
έχετε γδαρμένο
έχεις γδαρθεί
είσαι γδαρμένος, -η
έχετε γδαρθεί
είστε γδαρμένοι, -ες
έχει γδάρει
έχει γδαρμένο
έχουν γδάρει
έχουν γδαρμένο
έχει γδαρθεί
είναι γδαρμένος, -η, -ο
έχουν γδαρθεί
είναι γδαρμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα γδάρει
είχα γδαρμένο
είχαμε γδάρει
είχαμε γδαρμένο
είχα γδαρθεί
ήμουν γδαρμένος, -η
είχαμε γδαρθεί
ήμαστε γδαρμένοι, -ες
είχες γδάρει
είχες γδαρμένο
είχατε γδάρει
είχατε γδαρμένο
είχες γδαρθεί
ήσουν γδαρμένος, -η
είχατε γδαρθεί
ήσαστε γδαρμένοι, -ες
είχε γδάρει
είχε γδαρμένο
είχαν γδάρει
είχαν γδαρμένο
είχε γδαρθεί
ήταν γδαρμένος, -η, -ο
είχαν γδαρθεί
ήταν γδαρμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γδέρνωθα γδέρνουμε, θα γδέρνομεθα γδέρνομαιθα γδερνόμαστε
θα γδέρνειςθα γδέρνετεθα γδέρνεσαιθα γδέρνεστε, θα γδερνόσαστε
θα γδέρνειθα γδέρνουν(ε)θα γδέρνεταιθα γδέρνονται
Fut
ur
θα γδάρωθα γδάρουμε, θα γδάρομεθα γδαρθώθα γδαρθούμε
θα γδάρειςθα γδάρετεθα γδαρθείςθα γδαρθείτε
θα γδάρειθα γδάρουν(ε)θα γδαρθείθα γδαρθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γδάρει
θα έχω γδαρμένο
θα έχουμε γδάρει
θα έχουμε γδαρμένο
θα έχω γδαρθεί
θα είμαι γδαρμένος, -η
θα έχουμε γδαρθεί
θα είμαστε γδαρμένοι, -ες
θα έχεις γδάρει
θα έχεις γδαρμένο
θα έχετε γδάρει
θα έχετε γδαρμένο
θα έχεις γδαρθεί
θα είσαι γδαρμένος, -η
θα έχετε γδαρθεί
θα είστε γδαρμένοι, -ες
θα έχει γδάρει
θα έχει γδαρμένο
θα έχουν γδάρει
θα έχουν γδαρμένο
θα έχει γδαρθεί
θα είναι γδαρμένος, -η, -ο
θα έχουν γδαρθεί
θα είναι γδαρμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γδέρνωνα γδέρνουμε, να γδέρνομενα γδέρνομαινα γδερνόμαστε
να γδέρνειςνα γδέρνετενα γδέρνεσαινα γδέρνεστε, να γδερνόσαστε
να γδέρνεινα γδέρνουν(ε)να γδέρνεταινα γδέρνονται
Aoristνα γδάρωνα γδάρουμε, να γδάρομενα γδαρθώνα γδαρθούμε
να γδάρειςνα γδάρετενα γδαρθείςνα γδαρθείτε
να γδάρεινα γδάρουν(ε)να γδαρθείνα γδαρθούν(ε)
Perfνα έχω γδάρει
να έχω γδαρμένο
να έχουμε γδάρει
να έχουμε γδαρμένο
να έχω γδαρθεί
να είμαι γδαρμένος, -η
να έχουμε γδαρθεί
να είμαστε γδαρμένοι, -ες
να έχεις γδάρει
να έχεις γδαρμένο
να έχετε γδάρει
να έχετε γδαρμένο
να έχεις γδαρθεί
να είσαι γδαρμένος, -η
να έχετε γδαρθεί
να είστε γδαρμένοι, -ες
να έχει γδάρει
να έχει γδαρμένο
να έχουν γδάρει
να έχουν γδαρμένο
να έχει γδαρθεί
να είναι γδαρμένος, -η, -ο
να έχουν γδαρθεί
να είναι γδαρμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presγδέρνεγδέρνετεγδέρνεστε
Aoristγδάρεγδάρτεγδάρσουγδαρθείτε
Part
izip
Presγδέρνοντας
Perfέχοντας γδάρει, έχοντας γδαρμένογδαρμένος, -η, -ογδαρμένοι, -ες, -α
InfinAoristγδάρειγδαρθεί









Griechische Definition zu γδέρνω

γδέρνω [γδérno] -ομαι Ρ αόρ. έγδαρα, απαρέμφ. γδάρει, παθ. αόρ. γδάρθηκα, απαρέμφ. γδαρθεί, μππ. γδαρμένος : 1α. αφαιρώ, βγάζω το δέρμα από ένα σκοτωμένο ζώο: Έγδαρε το λαγό για να τον μαγειρέψει. || Tο Δασκαλογιάννη τον έγδαραν οι Tούρκοι ζωντανό. ΦΡ θα σε γδάρω ζωντανό, απειλητικά. β. πληγώνω επιπόλαια το δέρμα μου: Γδάρθηκε / έγδαρα το γόνατό μου από το πέσιμο. Tου έγδαρε το πρόσωπο με τα νύχια της. || (επέκτ.) για ελαφριά φθορά μιας επιφάνειας: H καρέκλα έγδαρε τον τοίχο. Kρατούσε μια γδαρμένη βαλιτσούλα στο χέρι. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback