βαλβίδα [1][2] μηχανική και ανατομική λόγια απόδοση της französisch valve lateinisch valva ("διπλό παραθυρόφυλλο") volvere ("κυλώ") με συμπτωματική ομοιότητα προφοράς με την αρχαία λέξη βαλβίς βαλβίδα στο στάδιο altgriechisch βαλβίς
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Το παλαιό σύστημα λειτουργούσε με ατμό και υπήρχαν απώλειες στους σωλήνες σύνδεσης και επακόλουθες εκπομπές αερίου, ενώ στους ανοδικούς σωλήνες δεν είχαν τοποθετηθεί υδραυλικές βαλβίδες. | Das alte System wurde mit Dampf betrieben, und aufgrund von Undichtigkeiten in den Verbindungsrohren kam es zu Gasemissionen. Ferner verfügten die Steigrohre nicht über hydraulische Ventile. Übersetzung bestätigt |
Η πίεση στο εσωτερικό των σωληνώσεων είναι μεταβλητή και όταν αυξάνεται υπερβολικά, ανοίγουν οι κατάλληλες βαλβίδες για να εκβάλουν στην ατμόσφαιρα την απαραίτητη ποσότητα αερίου. | Der Druck in den Röhren schwankt, und wenn er zu hoch wird, öffnen sich die Ventile, damit das überschüssige Gas entweichen kann. Übersetzung bestätigt |
βαλβίδες, διατάξεις ελέγχου/συσκευές παρακολούθησης/κρουνοί εκκένωσης | Ventile, Steueroder Kontrolleinrichtungen, Ablasshähne Übersetzung bestätigt |
Με ανοικτή τη βαλβίδα πάνω από το δοχείο δείγματος, εφαρμόζεται για μερικά λεπτά αναρρόφηση για να απομακρυνθεί c αέρας. | Bei geöffnetem Ventil über dem Probenbehälter wird mehrere Minuten lang die Luft abgesaugt. Übersetzung bestätigt |
Η βαλβίδα κατόπιν κλείνεται και η θερμοκρασία του δείγματος μειώνεται στο χαμηλότερο επιθυμητό επίπεδο. | Danach wird das Ventil geschlossen und die Probe auf die niedrigste gewünschte Temperatur abgekühlt. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
βαλβίδα η [valvíδa] : μηχανισμός που, λειτουργώντας ρυθμιστικά, επιτρέπει ή διακόπτει τη ροή ενός υγρού ή αερίου και εμποδίζει την παλινδρόμησή του. α. (μηχ.) Aυτόματη / ασφαλιστική / μεταλλική βαλβίδα. βαλβίδα αναρρόφησης / διαρροής. Ο κινητήρας της μοτοσικλέτας έχει δύο βαλβίδες στον κάθε κύλινδρο. β. (ανατ.) Kαρδιακή / φλεβική βαλβίδα. Tοποθέτηση τεχνητής καρδιακής βαλβίδας.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.