{η}  βαλβίδα Subst.  [valvida, valvitha, balbida]

{das}    Subst.
(431)
{die}  
Klappe (ugs.)
  Subst.
(29)

Etymologie zu βαλβίδα

βαλβίδα [1][2] μηχανική και ανατομική λόγια απόδοση της französisch valve lateinisch valva ("διπλό παραθυρόφυλλο") volvere ("κυλώ") με συμπτωματική ομοιότητα προφοράς με την αρχαία λέξη βαλβίς βαλβίδα στο στάδιο altgriechisch βαλβίς


GriechischDeutsch
Το παλαιό σύστημα λειτουργούσε με ατμό και υπήρχαν απώλειες στους σωλήνες σύνδεσης και επακόλουθες εκπομπές αερίου, ενώ στους ανοδικούς σωλήνες δεν είχαν τοποθετηθεί υδραυλικές βαλβίδες.Das alte System wurde mit Dampf betrieben, und aufgrund von Undichtigkeiten in den Verbindungsrohren kam es zu Gasemissionen. Ferner verfügten die Steigrohre nicht über hydraulische Ventile.

Übersetzung bestätigt

Η πίεση στο εσωτερικό των σωληνώσεων είναι μεταβλητή και όταν αυξάνεται υπερβολικά, ανοίγουν οι κατάλληλες βαλβίδες για να εκβάλουν στην ατμόσφαιρα την απαραίτητη ποσότητα αερίου.Der Druck in den Röhren schwankt, und wenn er zu hoch wird, öffnen sich die Ventile, damit das überschüssige Gas entweichen kann.

Übersetzung bestätigt

βαλβίδες, διατάξεις ελέγχου/συσκευές παρακολούθησης/κρουνοί εκκένωσηςVentile, Steueroder Kontrolleinrichtungen, Ablasshähne

Übersetzung bestätigt

Με ανοικτή τη βαλβίδα πάνω από το δοχείο δείγματος, εφαρμόζεται για μερικά λεπτά αναρρόφηση για να απομακρυνθεί c αέρας.Bei geöffnetem Ventil über dem Probenbehälter wird mehrere Minuten lang die Luft abgesaugt.

Übersetzung bestätigt

Η βαλβίδα κατόπιν κλείνεται και η θερμοκρασία του δείγματος μειώνεται στο χαμηλότερο επιθυμητό επίπεδο.Danach wird das Ventil geschlossen und die Probe auf die niedrigste gewünschte Temperatur abgekühlt.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Klappe
Mundwerk
Lippe
Ventil



Griechische Definition zu βαλβίδα

βαλβίδα η [valvíδa] : μηχανισμός που, λειτουργώντας ρυθμιστικά, επιτρέπει ή διακόπτει τη ροή ενός υγρού ή αερίου και εμποδίζει την παλινδρόμησή του. α. (μηχ.) Aυτόματη / ασφαλιστική / μεταλλική βαλβίδα. βαλβίδα αναρρόφησης / διαρροής. Ο κινητήρας της μοτοσικλέτας έχει δύο βαλβίδες στον κάθε κύλινδρο. β. (ανατ.) Kαρδιακή / φλεβική βαλβίδα. Tοποθέτηση τεχνητής καρδιακής βαλβίδας.

[λόγ. < γαλλ. valv(e) -ίς > -ίδα με σφαλερή ταύτιση με το αρχ. βαλβίς (δες βαλβίδα 2)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback