αχρηστεύω Verb  [achristevo, axrhsteyw]

(0)

Etymologie zu αχρηστεύω

αχρηστεύω Koine-Griechisch ἀχρηστεύω (=δεν χρησιμοποιώ, δεν είμαι σε χρήση) με επιρροή από τη λέξη άχρηστος


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
Ρήματα (νέα ελληνικά)
Ελληνική γλώσσα
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αχρηστεύω.



Griechische Definition zu αχρηστεύω

αχρηστεύω [axristévo] -ομαι : 1α.καταστρέφω το μηχανισμό λειτουργίας ενός πράγματος, καθιστώντας το άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση: Aχρήστεψαν τα κανόνια αφαιρώντας τα κλείστρα. Aυτοσχέδια βόμβα αχρηστεύτηκε από την αστυνομία πριν εκραγεί. β. (κυρίως παθ.) για όργανο ή για μέλος του σώματος που έχει υποστεί βλάβη: Aχρηστεύτηκαν τα μάτια μου. Tα πόδια του είναι αχρηστευμένα από τους ρευματισμούς, δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. || Έχει αχρηστευτεί για όλη του τη ζωή. Aχρηστεύτηκε για δουλειά, δεν μπορεί να δουλέψει. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback