Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
ατομικός -ή -ό |
Deutsche Synonyme |
---|
unteilbar |
atomar |
in einem |
unauftrennbar |
untrennbar |
unzerteilbar |
monadisch |
Noch keine Grammatik zu ατομικός.
ατομικός -ή -ό [atomikós] : που αναφέρεται ή που ανήκει σε ένα άτομο και όχι στο σύνολο: Aτομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Aτομικές ελευθερίες. Aτομική ιδιοκτησία, ιδιωτική, προσωπική. Aτομικές ενέργειες / προσπάθειες. ANT συλλογικός. Aτομικό συμφέρον. Aτομική πρωτοβουλία, ιδιωτική. Aτομική περίπτωση, ιδιαίτερη, συγκεκριμένη. || Aτομική ψυχολογία, που μελετά τις ψυχολογικές διαφορές που διακρίνουν τα άτομα. || (στρατ.): ατομικός οπλισμός, ο προσωπικός οπλισμός κάθε στρατιωτικού. Aτομικό όπλο, το προσωπικό όπλο κάθε στρατιωτικού. || (λογ.): Aτομική έννοια, που αναφέρεται σε ένα μόνο αντικείμενο. Aτομική κρίση, της οποίας το κατηγορούμενο αναφέρεται σε ένα μόνο υποκείμενο.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.