{η}  απόσταξη Subst.  [apostaksi, apostaksh]

{die}    Subst.
(779)

Etymologie zu απόσταξη

απόσταξη Koine-Griechisch ἀπόσταξις altgriechisch ἀποστάζω ἀπό + στάζω


GriechischDeutsch
Στερεό κατάλοιπο που λαμβάνεται με ξηρή απόσταξη του λιγνίτη, με απουσία αέρα.Fester Rückstand einer trockenen Destillation von Braunkohle unter Luftabschluss.

Übersetzung bestätigt

Τεχνητό στερεό καύσιμο που προέρχεται από σκληρό άνθρακα και λαμβάνεται με ξηρή απόσταξη άνθρακα, με μερική ή πλήρη απουσία αέρα.Künstlicher Brennstoff, der als fester Rückstand einer trockenen Destillation von Steinkohle unter gänzlichem oder teilweisem Luftabschluss entsteht.

Übersetzung bestätigt

Στερεός, ημιστερεός ή ιξώδης υδρογονάνθρακας με κολλοειδή δομή, χρώματος φαιού προς μαύρο, ο οποίος λαμβάνεται ως κατάλοιπο από την απόσταξη αργού πετρελαίου, με απόσταξη σε κενό αέρος υπολειμμάτων ατμοσφαιρικής απόσταξης του πετρελαίου.Bitumen ist ein fester, halbfester oder visköser Kohlenwasserstoff mit kolloidaler Struktur und brauner bis schwarzer Färbung, der durch die Vakuumdestillation der Ölrückstände gewonnen wird, die bei der atmosphärischen Destillation entstehen.

Übersetzung bestätigt

Το αέριο διυλιστηρίων περιλαμβάνει ένα μείγμα μη συμπυκνούμενων αερίων που αποτελείται κυρίως από υδρογόνο, μεθάνιο, αιθάνιο και ολεφίνες που λαμβάνονται κατά την απόσταξη αργού πετρελαίου ή την επεξεργασία προϊόντων πετρελαίου (π.χ. πυρόλυση) στα διυλιστήρια.Raffineriegas enthält ein Gemisch nicht kondensierbarer Gase (vorwiegend Wasserstoff, Methan, Ethan und Olefine), die bei der Destillation von Rohöl oder der Behandlung von Ölprodukten in Raffinerien (z. B. beim Cracken) gewonnen werden.

Übersetzung bestätigt

στήριξη που παρέχεται για την απόσταξη πόσιμης αλκοόλης όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 479/2008·Unterstützung für die Destillation von Trinkalkohol gemäß Artikel 17 der Verordnung (EG) Nr. 479/2008;

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter
Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme



Griechische Definition zu απόσταξη

απόσταξη η [apóstaksi] : (χημ.) η διαδικασία της εξαέρωσης μιας ουσίας με τη θέρμανση και, στη συνέχεια, της υγροποίησης και της συμπύκνωσής της με την ψύξη, που έχει ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό των διάφορων συστατικών της τα οποία έχουν διαφορετικό βαθμό βρασμού: απόσταξη πετρελαίου / οινοπνεύματος / ξύλων. H παραγωγή των οινοπνευματωδών ποτών γίνεται με απόσταξη. Mε την απόσταξη απομακρύνονται οι στερεές ουσίες που είναι διαλυμένες σε ένα υγρό. Kλασματική* απόσταξη.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόσταξις, αρχ. σημ.: `μάτωμα της μύτης΄ (-σις > -ση)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback