απαλλαγμένος Adj.  [apallagmenos, apallarmenos]

(42)

Etymologie zu απαλλαγμένος

απαλλαγμένος Passiv Perfekt von απαλλάσσω


GriechischDeutsch
Ο συμπιεσμένος αέρας, που διοχετεύεται στις μονάδες ελέγχου, αφού καθαριστεί με τη βοήθεια ηθμού από φαρμακευτικό βαμβάκι, πρέπει να είναι απαλλαγμένος από οργανικό άνθρακα και να έχει προηγουμένως κορεσθεί με νερό ώστε να ελαττωθούν οι απώλειες που οφείλονται σε εξάτμιση.Die den Prüfeinheiten zugeführte Druckluft muss, durch ein Wattefilter gereinigt, frei von organischem Kohlenstoff sein und zur Verminderung der Evaporationsverluste zuvor mit Wasser gesättigt werden.

Übersetzung bestätigt

Συσκευή δέσμευσης διοξειδίου του άνθρακα, γτα την παραγωγή αέρα που να είναι πλήρως απαλλαγμένος από διοξείδιο του άνθρακα εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μείγμα οξυγόνου απαλλαγμένο από CΟ2 και αζώτου απαλλαγμένο από CO2, προερχόμενα από κυλίνδρους αερίων, στις σωστές αναλογίες (20 % Ο2: 80 % Ν2)·Gerät zur Kohlendioxidwäsche zwecks Gewinnung von Luft, die frei von Kohlendioxid ist; alternativ dazu kann ein Gemisch aus CO2-freiem Sauerstoff und CO2-freiem Stickstoff im richtigen Verhältnis aus Gasflaschen verwendet werden (20 % O2 : 80 % N2)

Übersetzung bestätigt

Ο θάλαμος δοκιμών πρέπει να είναι απαλλαγμένος από ξένες οσμές και να καθαρίζεται εύκολα.Der Prüfraum muss frei von Fremdgerüchen und einfach zu reinigen sein.

Übersetzung bestätigt

τα φυτά καλλιεργήθηκαν, για περίοδο τουλάχιστον δύο ετών πριν από την εξαγωγή, σε τόπο παραγωγής που έχει διαπιστωθεί ότι είναι απαλλαγμένος από το Anoplophora chinensis (Forster) σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα για τα φυτοϋγειονομικά μέτρα:die Pflanzen vor der Ausfuhr mindestens zwei Jahre lang an einem Erzeugungsort gestanden haben, der nach Internationalen Standards für pflanzengesundheitliche Maßnahmen als frei von Anoplophora chinensis (Forster) anerkannt wurde,

Übersetzung bestätigt

βρίσκονταν σε καραντίνα περισσότερες από 60 ημέρες και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο σταθμός απομόνωσης ήταν απαλλαγμένος από φορείς καταρροϊκού πυρετού (Culicoides) και δεν ανιχνεύθηκε καμία ένδειξη κλινικής νόσου(5)die Tiere wurden mehr als 60 Tage in Quarantäne gehalten, und während dieser Zeit war die Quarantänestation frei von Vektoren der Blauzungenkrankheit (Culicoides), und es sind keine klinischen Krankheitsanzeichen festgestellt worden(5).

Übersetzung bestätigt



Grammatik

Noch keine Grammatik zu απαλλαγμένος.



Griechische Definition zu απαλλαγμένος

απαλλαγμένος, -η, -ο [apalaγménos] (& kath απηλλαγμένος) (L)

① divberated, freed, released (syn απελευθερωμένος 1):
απαλλαγμένος από τον υλικό κόσμο και την ανθρώπινη φύση |
απηλλαγμένος από τους περιορισμούς της λογικής |
πρέπει να αναζητήσομε νέα θεώρηση του καλλιτεχνικού αντικειμένου απαλλαγμένη από την παλαιά σχηματική κατασκευή (Georgoudivs) |
συνέβαλε στη δημιουργία μιας σωστής παράδοσης για τη μελέτη της ελληνικής αστρονομίας απαλλαγμένης από την αστρολογία (Tatakis, adapted)
② having shaken off, having got rid of, freed fr or of, rediveved of (syn απελευθερωμένος 2):
σύμβολο απαλλαγμένο από τα πέπλα του μύθου |
σχέσεις απηλλαγμένες από προσωπικό χαρακτήρα |
θέαμα απαλλαγμένο από περισπασμούς |
θα μετατραπεί σε εμπορικό ίδρυμα απαλλαγμένο από τη γραφειοκρατική νοοτροπία |
το άγαλμα διατηρείται απαλλαγμένο από νεώτερες συμπληρώσεις |
δοκιμάστε το μετά το θαλάσσιο λουτρό και θα αισθανθείτε το σώμα σας απαλλαγμένο από το αλάτι |
ο Θεοτόκης ζωγράφισε την ελληνική επαρχία όπως την είδε, απαλλαγμένος από αυταπάτες (Sachinis) |
του θεάτρου έργο είναι να πλάσει μια ζωή απαλλαγμένη από το νεκρό βάρος πολλών στοιχείων αδιάφορων (Tsatsos)
ⓐ free of, untainted by, unblemished (syn ελεύθερος):
άνθρωπος απαλλαγμένος παθών |
αριστοτελισμός απαλλαγμένος από θεολογικό χρώμα |
αλήθεια απαλλαγμένη από κάθε παραμόρφωση |
έρευνα απαλλαγμένη από προκαταλήψεις |
συγκροτημένο σύνολο απαλλαγμένο από αντιφάσεις |
άτομα απαλλαγμένα από προλήψεις |
εξαιρετική προσωπικότητα απαλλαγμένη από τα ελαττώματα που προσιδιάζουν στους έλληνες ηγεμόνες (Floros) |
τα πιο άνετα χρόνια της ζωής μου, τα πιο απαλλαγμένα από κείνο το συνεχές άγχος που με συνείχε άλλοτε (Tachtsis, adapted) |
ο αγοραστής έχει δικαίωμα ν' απαιτήσει την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, απαλλαγμένο από το ελάττωμα (Christidis AK)
ⓑ devoid or empty of, lacking:
όντα απηλλαγμένα από υλικό βάρος (Georgoudivs) |
δυναμισμός απαλλαγμένος από ρητορείες |
ποιήματα απαλλαγμένα από δάνεια στοιχεία |
ο Kαντ ήθελε να παρουσιάσει το νόμο του απαλλαγμένο από κάθε εμπειρικό περιεχόμενο (Kanellop) |
οι νεκροί παριστάνονται ολότελα απαλλαγμένοι από κάθε ατομικό χαρακτηριστικό (Bakalakis)
③ exempted fr, exempt:
πολίτες απαλλαγμένοι από φόρους, από στρατιωτικές υποχρεώσεις |
προϊόντα απαλλαγμένα από δασμούς |
ο σουλτάνος παραχώρησε στους Δερβενοχωρίτες διάφορα προνόμια, να πληρώνουν δηλαδή ελάχιστους φόρους, να είναι απαλλαγμένοι από αγγαρείες κλ (Vacalop) |
καμιά επιστήμη δεν μπορεί να καυχηθεί ότι είναι απαλλαγμένη από την ευθύνη και από τον φόρτο της βιβλιογραφίας (Dimaras)
[fr kath ppp απηλλαγμένος (: απαλλάσσω) ← AG]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback