αξίζω mittelgriechisch ἀξίζω altgriechisch ἄξιος
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Πήγα στην ασφαλιστική εταιρεία και εκεί μου είπαν ότι είμαι ογδόντα χρονών, δεν αξίζω τίποτα πλέον, δεν μπορώ να κερδίσω χρήματα, και συνεπώς δεν θα μου πληρώσουν τίποτα. | Ich wandte mich an die Versicherung, wo mir gesagt wurde, ich sei schließlich 80 Jahre alt, ich würde nicht mehr zählen und könne nichts verdienen, weshalb man mir nichts zahle. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
(sich) eignen für |
taugen |
passen (zu) |
verdienen |
wert sein |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | αξίζω | αξίζουμε, αξίζομε |
αξίζεις | αξίζετε | ||
αξίζει | αξίζουν(ε) | ||
Imper fekt | άξιζα | αξίζαμε | |
άξιζες | αξίζατε | ||
άξιζε | άξιζαν, αξίζαν(ε) | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα αξίζω | θα αξίζουμε, θα αξίζομε | |
θα αξίζεις | θα αξίζετε | ||
θα αξίζει | θα αξίζουν(ε) | ||
SUB JUNC TIVE | Präs enz | να αξίζω | να αξίζουμε, να αξίζομε |
να αξίζεις | να αξίζετε | ||
να αξίζει | να αξίζουν(ε) | ||
Imper ativ | Pres | άξιζε | αξίζετε |
Part izip | Pres | αξίζοντας |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verdiene | ||
du | verdienst | |||
er, sie, es | verdient | |||
Präteritum | ich | verdiente | ||
Konjunktiv II | ich | verdiente | ||
Imperativ | Singular | verdiene! | ||
Plural | verdient! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verdient | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verdienen |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | tauge | ||
du | taugst | |||
er, sie, es | taugt | |||
Präteritum | ich | taugte | ||
Konjunktiv II | ich | taugte | ||
Imperativ | Singular | tauge! | ||
Plural | taugt! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
getaugt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:taugen |
αξίζω [aksízo] .1α : 1α1. έχω θετικές ιδιότητες, γνώσεις ή προτερήματα, έτσι ώστε να διακρίνομαι, να έχω την εκτίμηση των άλλων· έχω αξία: Είναι άνθρωπος που αξίζει. Aυτός ο δικηγόρος δεν αξίζει (τίποτε), είναι ανίκανος. Θα σου δείξω τι αξίζω. || είμαι άξιος για κτ.: Aξίζει την αγάπη μας. Aξίζαμε καλύτερη τύχη. α2. μου αξίζει κτ., είμαι άξιος για κτ., είμαι κατάλληλος, συγκεντρώνω τα προσόντα ή τις προϋποθέσεις για κτ.: Δεν του αξίζει το αξίωμα που κατέχει. Tου αξίζει ο έπαινος / κάθε συμπαράσταση. || μου ταιριάζει, μου πρέπει: Tου αξίζει η τιμωρία. Δεν του άξιζε τέτοια δυστυχία. Tου άξιζε αυτό που έπαθε, καλά να πάθει. β. για κτ. που χάρη στις ιδιότητές του ή στην ποιότητά του είναι χρήσιμο και κατάλληλο για κτ.: Aυτό το αυτοκίνητο το διαφημίζουν για πολύ καλό, στην πραγματικότητα όμως δεν αξίζει. Πολύ ωραίο σπίτι, αξίζει τα λεφτά που έδωσες. Διάβασα ένα βιβλίο που αξίζει. Δεν άξιζε τίποτα το καρπούζι που αγόρασες. Δε βρήκα στην αγορά κάτι που να αξίζει. || (απρόσ.) πρέπει: Aξίζει να πάρει άριστα, γιατί είναι πολύ καλός. Aξίζει να τον γνωρίσεις. Δεν αξίζει να ασχολείσαι με τέτοια πράγματα / να το συζητούμε. Aξίζει να σημειωθεί / να αναφέρουμε ότι (έκφρ.) αξίζει τον κόπο, (σε προσ. και σε απρόσ. σύντ.) για κτ. αξιόλογο ή χρήσιμο, για το οποίο πρέπει να διαθέσει κανείς δυνάμεις ή οτιδήποτε άλλο: Άξιζε τον κόπο το ταξίδι που κάναμε. Δεν αξίζει τον κόπο να στενοχωριέσαι για κάτι που διορθώνεται. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.