αντιδικώ Verb  [antidiko, antithiko, antidikw]

  Verb
(2)

Etymologie zu αντιδικώ

αντιδικώ altgriechisch ἀντιδικέω / ἀντιδικῶ


GriechischDeutsch
Αλλά θα ήθελα να σας πω ότι δεν θα επιθυμούσα να θεωρηθεί ότι αντιδικώ μαζί σας.Ich möchte jedoch sagen, dass ich nicht den Eindruck erwecken wollte, mit Ihnen streiten zu wollen.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu αντιδικώ

απρόσωπες εγκλίσεις
απαρέμφατο (αόριστος)
αντιδικήσει
μετοχή (ενεστώτας)
αντιδικώντας
προσωπικές εγκλίσεις
πρόσωποsingularplural
πρώτοδεύτεροτρίτοπρώτοδεύτεροτρίτο
οριστικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςαντιδικώαντιδικείςαντιδικείαντιδικούμεαντιδικείτεαντιδικούν
παρατατικόςαντιδικούσααντιδικούσεςαντιδικούσεαντιδικούσαμεαντιδικούσατεαντιδικούσαν
αόριστοςαντιδίκησααντιδίκησεςαντιδίκησεαντιδικήσαμεαντιδικήσατεαντιδίκησαν


περιφραστικοί
χρόνοι
εξακολουθητικός
μέλλοντας
θα αντιδικώθα αντιδικείςθα αντιδικείθα αντιδικούμεθα αντιδικείτεθα αντιδικούν
στιγμιαίος
μέλλοντας
θα αντιδικήσωθα αντιδικήσειςθα αντιδικήσειθα αντιδικήσουμεθα αντιδικήσετεθα αντιδικήσουν
παρακείμενος α'έχω αντιδικήσειέχεις αντιδικήσειέχει αντιδικήσειέχουμε αντιδικήσειέχετε αντιδικήσειέχουν αντιδικήσει
παρακείμενος β'------
υπερσυντέλικος α'είχα αντιδικήσειείχες αντιδικήσειείχε αντιδικήσειείχαμε αντιδικήσειείχατε αντιδικήσειείχαν αντιδικήσει
υπερσυντέλικος β'------
συντελεσμένος
μέλλοντας α'
θα έχω αντιδικήσειθα έχεις αντιδικήσειθα έχει αντιδικήσειθα έχουμε αντιδικήσειθα έχετε αντιδικήσειθα έχουν αντιδικήσει
συντελεσμένος
μέλλοντας β'
------
υποτακτικήεγώεσύαυτόςεμείςεσείςαυτοί
περιφραστικοί
χρόνοι
ενεστώταςνα αντιδικώνα αντιδικείςνα αντιδικείνα αντιδικούμενα αντιδικείτενα αντιδικούν
αόριστοςνα αντιδικήσωνα αντιδικήσειςνα αντιδικήσεινα αντιδικήσουμενα αντιδικήσετενα αντιδικήσουν
παρακείμενος α'να έχω αντιδικήσεινα έχεις αντιδικήσεινα έχει αντιδικήσεινα έχουμε αντιδικήσεινα έχετε αντιδικήσεινα έχουν αντιδικήσει
παρακείμενος β'------
προστακτική-(εσύ)--(εσείς)-
μονολεκτικοί
χρόνοι
ενεστώταςαντιδίκειαντιδικείτε
αόριστοςαντιδίκησεαντιδικήστε





Griechische Definition zu αντιδικώ

αντιδικώ [andiδikó] .9α : βρίσκομαι σε κατάσταση αντιδικίας, έχω αντιδικία με κπ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. ἀντιδικῶ (νομ. σημ.)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback