{το}  αντανακλαστικό Subst.  [antanaklastiko]

{der}    Subst.
(74)

GriechischDeutsch
4.14 Εάν ληφθεί υπόψη η απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση Rüffert, η αναφορά σε ένα "ισχυρό κοινωνικό αντανακλαστικό"19 στην περίπτωση της νομοθεσίας περί δημόσιων συμβάσεων αποτελεί θαρραλέα πράξη.4.14 Gerade im Zusammenhang mit dem Vergaberecht von einem "ausgeprägten sozialen Reflex"19 zu sprechen, ist in Anbetracht des EuGH Urteils in der Rechtssache Rüffert kühn.

Übersetzung bestätigt

Η ΕΕ έχει ήδη αναπτύξει ένα ισχυρό κοινωνικό αντανακλαστικό κατά την εκπόνηση νομοθετημάτων και μέτρων για την εσωτερική αγορά.Bei der Ausarbeitung von Vorschriften und Maßnahmen, die den Binnenmarkt betreffen, verfügt die EU bereits über einen ausgeprägten sozialen Reflex.

Übersetzung bestätigt

Από την άποψη αυτή, η υποτίμηση των προσπαθειών που καταβάλλουν τα κράτη μέλη για να εκσυγχρονίσουν τη βιομηχανική τους βάση ως "εθνικό αντανακλαστικό" δεν είναι πολύ χρήσιμη.Dabei ist es nicht hilfreich, die Bemühungen der Mitgliedstaaten um Modernisierung ihrer eigenen industriellen Basis als "nationalen Reflex" abzuwerten.

Übersetzung bestätigt

Από την άποψη αυτή είναι κρίσιμη η προώθηση και η συνεκτίμηση της διάστασης του φύλου σαν αυτόματο αντανακλαστικό σε όλο το φάσμα των θεμάτων.Die Förderung und Berücksichtigung der Gleichstellungsdimension als automatischer Reflex ist in diesem Zusammenhang von ausschlaggebender Bedeutung.

Übersetzung bestätigt

Αυτό είναι χωρίς αμφιβολία ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό που έχει μολύνει πολλούς σε αυτό το κτίριο, οι οποίοι ακόμη δεν αποδέχονται ότι είναι δυνατή μια διαφορετική Ευρώπη.Ohne Zweifel ist das ein pawlowscher Reflex, der zahlreiche Büros in diesem Hause erfasst hat, die noch immer nicht wahrhaben wollen, dass ein anderes Europa möglich ist.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αντανακλαστικό.



Singular Plural
Nominativ der Reflex die Reflexe
Genitiv des Reflexes der Reflexe
Dativ dem Reflex
dem Reflexe
den Reflexen
Akkusativ den Reflex die Reflexe



Griechische Definition zu αντανακλαστικό

αντανακλαστικό [andanaklastikó] το, usu pl αντανακλαστικά τα, (L)

① biol automatic and unconscious reaction of the system to various external stimulations, reflex (syn ανακλαστικά):
τα βιολογικά αντανακλαστικά |
συγγενή or απόλυτα αντανακλαστικό |
επίκτητα or εξαρτημένα αντανακλαστικό conditioned reflexes |
δερματικό αντανακλαστικό skin reflex |
κοιλιακό αντανακλαστικό abdominal reflex |
το αντανακλαστικό του γόνατος knee reflex, knee jerk
② fig reflex:
τα ηθικά αντανακλαστικά |
ο Γ. Bλαχογιάννης αγαθότατος με έντονα στιγμιαία αντανακλαστικά (Fteris) |
η πρώτη αυθόρμητη κίνηση, το αντανακλαστικό του πάθους, μόλις τον έπιασαν, ήταν να τον καθαρίσουν κι αυτόν· δεν υπήρχε συμπόνια, τίποτε, εκείνη τη στιγμή ο οίκτος για τον εχθρό, έστω και τον ετοιμοθάνατο, δεν εύρισκε πουθενά θέση (id.)
[fr kath αντανακλαστικόν, substantiv. n of kath αντανακλαστικός]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback