{η}  ανοσία Subst.  [anosia]

{die}    Subst.
(234)

Etymologie zu ανοσία

ανοσία Koine-Griechisch ἀνοσία altgriechisch νόσος ((Lehnübersetzung) französisch immunité)


GriechischDeutsch
Έργο 3 «Παθογένεια του πυρετού Q»: εξετάζει την παθογένεια των μολύνσεων από τον παθογόνο παράγοντα C. burnetii στις αίγες· τον ρόλο της εγκυμοσύνης στην παθογένεια των μολύνσεων από τον C. burnetii· την ανάπτυξη κυτταρικής και χυμικής ανοσίας· τις διαφορές στη λοιμοτοξικότητα των στελεχών του παθογόνου παράγοντα C. brunetii στις αίγες και την προστατευτική ανοσία της φυσικής μόλυνσης.Projekt 3 In dem Projekt „Pathogenese des Q-Fiebers“ werden die Pathogenese von Infektionen mit C. burnetii bei Ziegen, die Bedeutung der Trächtigkeit bei der Pathogenese von Infektionen mit C. burnetii, der Aufbau zellgebundener und humoraler Immunität, die Virulenz-Unterschiede der Stämme von C. burnetii bei Ziegen sowie die durch natürliche Infektion verliehene schützende Immunität untersucht.

Übersetzung bestätigt

Δεν υπάρχει καμία λογική βάση για την επέκταση του χρόνου αναμονής πέραν του χρόνου κατά τον οποίο έχει επιτευχθεί προστατευτική ανοσία για ζώα που προέρχονται από χώρες με αμελητέο επιπολασμό λύσσας σε ζώα συντροφιάς (μικρότερο από μία περίπτωση ανά εκατομμύριο ζώων συντροφιάς ανά έτος).Bei Tieren, die aus Ländern mit vernachlässigbarer Tollwutinzidenz kommen (jährliche Inzidenz unter 1 Tier pro 1 Million Heimtiere), sollte die Wartezeit nicht über den Zeitpunkt der Erreichung einer Immunität hinaus ausgedehnt werden.

Übersetzung bestätigt

μιας διαδικασίας για να εξασφαλιστεί η προστατευτική ανοσία είτε με δοκιμή όσον αφορά την επίτευξη του τίτλου ουδού των 0,5 ΔΜ/ml για εξουδετερωτικά αντισώματα είτε με επαναληπτικό εμβόλιο, υπό την προϋπόθεση τροποποιήσεων των εγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων εμβολιασμού που αποτελούν τμήμα της έγκρισης κυκλοφορίας στην αγορά του εμβολίου.ein Verfahren, um das Eintreten der schützenden Immunität zu verifizieren, und zwar entweder durch einen Test hinsichtlich des Erreichens des Grenztiters neutralisierender Antikörper von 0,5 IE/ml oder durch eine Auffrischungsimpfung unter der Voraussetzung, dass die in der Marktzulassung des Impfstoffs vorgesehenen zugelassenen Impfpläne entsprechend geändert werden.

Übersetzung bestätigt

ΓΟΝΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ, μεταξύ των άλλων βιο-γονιδιακή ασφάλεια, βιοϊατρική, επιστήμες του νευρικού συστήματος, επιδημιολογία και δημόσια υγεία, καρδιαγγειακές νόσοι, καρκίνος, νόσοι που σχετίζονται με το περιβάλλον, ανοσία και λοιμώξεις (προβλέπονται ποσοστώσεις για την κινητικότητα των ανθρώπινων πόρων, τις ΜΜΕ και τη διεθνή συνεργασία)GENOMIK UND BIOTECHNOLOGIE IM DIENSTE DER MEDIZIN: u.a. biologisch/genetische Sicherheit, Biomedizin, Neurowissenschaften, Epidemiologie und Volksgesundheit, Herz-Kreislauferkrankungen, Krebs, umweltbedingte Gesundheitsrisiken, Immunität und Infektion (Quoten vorgesehen für Humanressourcen und Mobilität, KMU sowie internationale Zusammenarbeit);

Übersetzung bestätigt

ΓΟΝΙΔΙΩΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ, μεταξύ των άλλων βιο-γονιδιακή ασφάλεια, βιοϊατρική, επιστήμες του νευρικού συστήματος, επιδημιολογία και δημόσια υγεία, καρδιαγγειακές νόσοι, καρκίνος, νόσοι που σχετίζονται με το περιβάλλον, ανοσία και λοιμώξεις (προβλέπονται ποσοστώσεις για την κινητικότητα των ανθρώπινων πόρων, τις ΜΜΕ και τη διεθνή συνεργασία)GENOMIK UND BIOTECHNOLOGIE IM DIENSTE DER MEDIZIN: u.a. biologisch/genetische Sicherheit, Biomedizin, Neurowissenschaften, Epidemiologie und Volks­gesundheit, Herz-Kreislauferkrankungen, Krebs, umweltbedingte Gesundheitsrisiken, Immunität und Infektion (Quoten vorgesehen für Humanressourcen und Mobilität, KMU sowie internationale Zusammenarbeit);

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter



Griechische Definition zu ανοσία

ανοσία η [anosía] : α.(ιατρ.) η φυσική ή επίκτητη ιδιότητα ενός οργανισμού να μην προσβάλλεται από ορισμένες ασθένειες. β. (μτφ.) η ιδιότητα αυτού που δεν αντιδρά ή δε δυσανασχετεί σε μια δυσάρεστη κατάσταση επειδή την έχει συνηθίσει: Yπέφερε τόσα στη ζωή του που έπαθε πια ανοσία. Hθική ανοσία.

[λόγ. < ελνστ. ἀνοσία `ελευθερία από αρρώστια΄ & σημδ. γαλλ. immunité, immunition (στη σημ. α)]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback