Griechische Definition zu ανθισμένος -η -ο
ανθισμένος, -η, -ο [anθizménos]
① abloom, blooming, blossomy, flowering (syn ανθιστός, λουλουδιασμένος):
ανθισμένος -η -ο κήπος, κάμπος |
ανθισμένο δέντρο |
ανθισμένη αμυγδαλιά, γιασεμιά, κερασιά, λυγαριά, μηλιά |
ανθισμένη πλαγιά |
μέσ' απ' τα κάγκελα του περιβολιού ξεχώριζε την κίτρινη συμφωνία με τις ανθισμένες μιμόζες και τους ολάνοιχτους ήλιους (KPodivtis) |
περιδιάβασα στην ανθισμένη ακρογιαλιά (Chatzinis) |
σώθηκαν κομμάτια από τοιχογραφίες όπου δε βλέπουμε πια τοπία ανθισμένα κι ωραίες γιορτές (Evelpidis) |
σπίτια καθαρά, λευκά, στολισμένα με ανθισμένα μπαλκόνια (Varelas) |
folks. να δώσω τον χαιρετισμόν όσο π' ανθούν οι κάμποι, | στεφάνια να μας πλέξουνε με τ' ανθισμένο κλήμα (DPetrop) |
άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά | πλέανε πλάι στ' όνομά σου, | σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα (Elytis) |
αηδόνι κάθησε και κελαϊδάει μες στ' ανθισμένα βάτα (Kazantz Od 17.339)
② fig blooming, flowering, vigorous (syn in ανθηρός 2a):
ανθισμένα νιάτα |
παιδιά ανθισμένα (Petsadivs) |
ήρθε να προσκυνήσει τ' ανθισμένα σας γεράματα (Kazantz) |
παριστάνει τον ανθισμένο οργανισμό σεμνής παρθένας (ChZalokostas) |
poem κ' εμείς τον περιμέναμε πως πίσω θα 'ρθει | με ανθισμένα τα νιάτα στην ολόμαυρη κόμη (Zevgodiv)
ⓐ = ανθηρός 2b (syn διανθισμένος):
ανθισμένη αφήγηση, γραφή |
ανθισμένο ύφος |
αποφεύγει τον ανθισμένο λόγο και τις φιλολογικές επιτηδεύσεις (Sachinis) |
υπερβολικός συναισθηματισμός, ανθισμένος -η -ο με κάποια λυρική διάθεση έχει σφραγίσει την πολύπαθη γενιά μας (Petsadivs)
[fr MG ανθισμένος (see Kriaras' Lex, s. ανθίζω), ppp of MG ἀνθίζω ← K, AG]
[...]
http://www.greek-language.gr