ανθεκτικός -ή -ό Adj.  [anthektikos -i -o, anthektikos -h -o]

  Adj.
(38)
  Adj.
(7)
  Adj.
(5)
  Adj.
(0)
  Adj.
(0)

GriechischDeutsch
Ο MRSA είναι ανθεκτικός στα αντιβιοτικά που χρησιμοποιούνται συνηθέστερα και είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για ασθενείς με ανοσοποιητική ανεπάρκεια.MRSA ist resistent gegen die gängigsten Antibiotika und besonders gefährlich für Patienten mit geschwächter Immunität.

Übersetzung bestätigt

Ο γενετικώς τροποποιημένος αραβόσιτος DAS-Ø15Ø7-1 όπως περιγράφεται στην αίτηση, είναι ανθεκτικός στην ευρωπαϊκή πυραλίδα του αραβοσίτου (Ostrinia nubilalis) και σε ορισμένα άλλα επιβλαβή σε ορισμένα επιβλαβή λεπιδόπτερα και εμφανίζει ανοχή στο ζιζανιοκτόνο “γλυφοσινικό αμμώνιο”.Der genetisch veränderte Mais DAS-Ø15Ø7-1 ist gemäß Beschreibung im Antrag resistent gegenüber dem Maiszünsler (Ostrinia nubilalis) und bestimmten anderen Lepidopteren und tolerant gegen das Herbizid Glufosinat-Ammonium.

Übersetzung bestätigt

όχι λιγότερο ανθεκτικός στις θανατηφόρες πτυχές της διεργασίας επεξεργασίας, αλλά και όχι σημαντικά ανθεκτικότερος από τους παθογόνους παράγοντες για την παρακολούθηση των οποίων χρησιμοποιείται,nicht weniger resistent gegenüber den letalen Aspekten des Behandlungsverfahrens ist, jedoch auch nicht signifikant resistenter als die Pathogene, zu deren Überwachung er verwendet wird,

Übersetzung bestätigt

Ο μικροοργανισμός ορίζεται ως κλινικά ευπαθής, κλινικά ενδιάμεσος ή κλινικά ανθεκτικός σε αντιμικροβιακό παράγοντα σύμφωνα με τις κλινικές τιμές της EUCAST, δηλαδή κλινικές τιμές της MIC (ελάχιστη ανασταλτική συγκέντρωση) και το σχετικό όριο ζώνης αναστολής συσχετίζεται [17]Ein Mikroorganismus wird gemäß den klinischen Grenzkonzentrationen der EUCAST (Korrelation zwischen den Grenzwerten für die minimale Hemmkonzentration (MHK) und ihres Hemmzonendurchmessers) [17] als klinisch sensibel, klinisch intermediär oder klinisch resistent gegen eine antimikrobielle Substanz bezeichnet.

Übersetzung bestätigt

Κλινικά ανθεκτικός (R)Klinisch resistent (r)

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

  • ανθεκτικός (maskulin)
  • ανθεκτική (feminin)
  • ανθεκτικό (neutrum)


Griechische Definition zu ανθεκτικός -ή -ό

ανθεκτικός -ή -ό [anθektikós] : που έχει αντοχή, που αντέχει. 1. (για πρόσ.) που δεν καταβάλλεται εύκολα: Είναι ανθεκτικός -ή -ό στις κακουχίες / στις ταλαιπωρίες. Ο οργανισμός του είναι φοβερά ανθεκτικός -ή -ό. || Είναι ανθεκτικός -ή -ό στις πιέσεις, δεν υποκύπτει (εύκολα). [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback