{der} Subst. (75) |
{der} Subst. (14) |
Wirbelwind (ugs.) (11) |
ανεμοστρόβιλος Koine-Griechisch ἀνεμοστρόβυλος με ιώτα κατά το στρόβιλος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανεμο- + στρόβιλος.
Griechisch | Deutsch |
---|---|
των εξαιρετικών καιρικών φαινομένων (π.χ. ανεμοστρόβιλοι, ισχυρές καταιγίδες, μεγάλες βροχοπτώσεις, ξηρασίες). | extremer Wetterphänomene (zum Beispiel Tornados, schwere Stürme, starke Regenfälle, Dürren). Übersetzung bestätigt |
εξαιρετικά καιρικά φαινόμενα (π.χ. ανεμοστρόβιλοι, ισχυρές καταιγίδες, μεγάλες βροχοπτώσεις, ξηρασίες) [1] Ισχύει μόνον για χώρους επιφανειακής εναπόθεσης. | extreme Wetterphänomene (zum Beispiel Tornados, schwere Stürme, starke Regenfälle, Dürren) [1] Nur für neue oberirdische Endlager relevant. Übersetzung bestätigt |
Στις καιρικές συνθήκες που θέτουν σε κίνδυνο την ασφαλή λειτουργία του πλοίου θα πρέπει να περιλαμβάνονται, χωρίς όμως να περιορίζονται σε αυτές, οι ισχυροί άνεμοι, η θαλασσοταραχή, τα ισχυρά ρεύματα, οι δυσχερείς συνθήκες πάγου και η εξαιρετικά υψηλή ή χαμηλή στάθμη των υδάτων, οι τυφώνες, οι ανεμοστρόβιλοι και οι πλημμύρες. | Zu den Wetterbedingungen, die den sicheren Betrieb des Schiffes beeinträchtigen, sollten unter anderem, aber nicht nur, starker Wind, starker Seegang, starke Strömungen, schwieriger Eisgang, extrem hohe oder niedrige Wasserstände, Hurrikane, Tornados und Überschwemmungen zählen. Übersetzung bestätigt |
ανεμοστρόβιλοι, τυφώνες και ισχυροί άνεμοι | Tornados, Orkane und Starkwinde Übersetzung bestätigt |
(PT) Κύριε Πρόεδρε, ο ανεμοστρόβιλος που έπληξε την Πορτογαλία την προηγούμενη Τρίτη προκάλεσε τεράστιες ζημίες στην περιοχή του Tomar. | (PT) Herr Präsident, der Tornado, der letzten Dienstag in Portugal wütete, hat in der Region Tomar enorme Schäden verursacht. Übersetzung bestätigt |
Singular | Plural | |
---|---|---|
Nominativ | der Wirbelsturm | die Wirbelstürme |
Genitiv | des Wirbelsturmes des Wirbelsturms | der Wirbelstürme |
Dativ | dem Wirbelsturm dem Wirbelsturme | den Wirbelstürmen |
Akkusativ | den Wirbelsturm | die Wirbelstürme |
ανεμοστρόβιλος ο [anemostróvilos] : α.η δίνη που παράγεται από τη σύγκρουση δύο αντίθετων ρευμάτων αέρα, μάζα αέρα που, καθώς μετακινείται, περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της. β. (μτφ.) για καταστάσεις αναστάτωσης, αναταραχής που μπροστά τους ο άνθρωπος φαίνεται άβουλος και αδύναμος: Ο ανεμοστρόβιλος της ζωής / του πολέμου, δίνη.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.