ανατριχιάζω Verb  [anatrichiazo, anatrixiazw]

  Verb
(3)
(0)
(0)
(0)

Etymologie zu ανατριχιάζω

ανατριχιάζω Koine-Griechisch ἀνάτριχος (με όρθιες τις τρίχες)


GriechischDeutsch
Μάλιστα, με όλα αυτά εγώ ανατριχιάζω.In der Tat lässt dies alles mich schaudern.

Übersetzung bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ανατριχιάζω

Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανατριχιάζωανατριχιάζουμε, ανατριχιάζομε
ανατριχιάζειςανατριχιάζετε
ανατριχιάζειανατριχιάζουν(ε)
Imper
fekt
ανατρίχιαζαανατριχιάζαμε
ανατρίχιαζεςανατριχιάζατε
ανατρίχιαζεανατρίχιαζαν, ανατριχιάζαν(ε)
Aoristανατρίχιασαανατριχιάσαμε
ανατρίχιασεςανατριχιάσατε
ανατρίχιασεανατρίχιασαν, ανατριχιάσαν(ε)
Per
fekt
έχω ανατριχιάσειέχουμε ανατριχιάσει
έχεις ανατριχιάσειέχετε ανατριχιάσει
έχει ανατριχιάσειέχουν ανατριχιάσει
Plu
per
fekt
είχα ανατριχιάσειείχαμε ανατριχιάσει
είχες ανατριχιάσειείχατε ανατριχιάσει
είχε ανατριχιάσειείχαν ανατριχιάσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανατριχιάζωθα ανατριχιάζουμε, θα ανατριχιάζομε
θα ανατριχιάζειςθα ανατριχιάζετε
θα ανατριχιάζειθα ανατριχιάζουν(ε)
Fut
ur
θα ανατριχιάσωθα ανατριχιάσουμε, θα ανατριχιάζομε
θα ανατριχιάσειςθα ανατριχιάσετε
θα ανατριχιάσειθα ανατριχιάσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανατριχιάσειθα έχουμε ανατριχιάσει
θα έχεις ανατριχιάσειθα έχετε ανατριχιάσει
θα έχει ανατριχιάσειθα έχουν ανατριχιάσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανατριχιάζωνα ανατριχιάζουμε, να ανατριχιάζομε
να ανατριχιάζειςνα ανατριχιάζετε
να ανατριχιάζεινα ανατριχιάζουν(ε)
Aoristνα ανατριχιάσωνα ανατριχιάσουμε, να ανατριχιάσομε
να ανατριχιάσειςνα ανατριχιάσετε
να ανατριχιάσεινα ανατριχιάσουν(ε)
Perfνα έχω ανατριχιάσεινα έχουμε ανατριχιάσει
να έχεις ανατριχιάσεινα έχετε ανατριχιάσει
να έχει ανατριχιάσεινα έχουν ανατριχιάσει
Imper
ativ
Presανατρίχιαζεανατριχιάζετε
Aoristανατρίχιασεανατριχιάστε
Part
izip
Presανατριχιάζοντας
Perfέχοντας ανατριχιάσει
InfinAoristανατριχιάσει





Griechische Definition zu ανατριχιάζω

ανατριχιάζω [anatrixázo] .1α μππ. ανατριχιασμένος : αισθάνομαι ή έχω την εντύπωση ότι οι τρίχες του σώματός μου σηκώνονται όρθιες εξαιτίας ενός έντονου αισθήματος ή συναισθήματος, ιδίως δυσάρεστου: ανατριχιάζω από αηδία / φόβο / συγκίνηση / το κρύο. Aνατρίχιασε, όταν είδε το νεκρό. ανατριχιάζω και που το σκέφτομαι. Mε ανατριχιάζει κτ., με κάνει να ανατριχιάζω: H θέα του αίματος την ανατριχιάζει.

[μσν. ανατριχιάζω < ελνστ. ἀνάτριχ(ος) `με τα μαλλιά ορθωμένα΄ -ιάζω]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback