ανακλώ Verb  [anaklo, anaklw]

  Verb
(0)

Etymologie zu ανακλώ

ανακλώ altgriechisch ἀνακλάω-ἀνακλῶ


GriechischDeutsch
Noch keine Beispielsätze.

Griechische Synonyme
αντανακλώ
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter

Grammatik

Grammatik zu ανακλώ

AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ανακλώανακλούμεανακλώμαιανακλόμαστε, ανακλώμεθα
ανακλάςανακλάτεανακλάσαιανακλάστε, ανακλάσθε
ανακλάανακλούν(ε)ανακλάταιανακλώνται
Imper
fekt
ανακλούσαανακλούσαμε
ανακλούσεςανακλούσατε
ανακλούσεανακλούσαν(ε)ανακλάτοανακλώντο
Aoristανάκλασαανακλάσαμεανακλάστηκαανακλαστήκαμε
ανάκλασεςανακλάσατεανακλάστηκεςανακλαστήκατε
ανάκλασεανάκλασαν, ανακλάσανεανακλάστηκεανακλάστηκαν, ανακλαστήκανε
Perf
ekt
έχω ανακλάσειέχουμε ανακλάσειέχω ανακλαστείέχουμε ανακλαστεί
έχεις ανακλάσειέχετε ανακλάσειέχεις ανακλαστείέχετε ανακλαστεί
έχει ανακλάσειέχουν ανακλάσειέχει ανακλαστείέχουν ανακλαστεί
Plu
perf
ekt
είχα ανακλάσειείχαμε ανακλάσειείχα ανακλαστείείχαμε ανακλαστεί
είχες ανακλάσειείχατε ανακλάσειείχες ανακλαστείείχατε ανακλαστεί
είχε ανακλάσειείχαν ανακλάσειείχε ανακλαστείείχαν ανακλαστεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ανακλώθα ανακλούμεθα ανακλώμαιθα ανακλόμαστε, θα ανακλώμεθα
θα ανακλάςθα ανακλάτεθα ανακλάσαιθα ανακλάστε, θα ανακλάσθε
θα ανακλάθα ανακλούν(ε)θα ανακλάταιθα ανακλώνται
Fut
ur
θα ανακλάσωθα ανακλάσουμε, θα ανακλάσομεθα ανακλαστώθα ανακλαστούμε
θα ανακλάσειςθα ανακλάσετεθα ανακλαστείςθα ανακλαστείτε
θα ανακλάσειθα ανακλάσουν(ε)θα ανακλαστείθα ανακλαστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ανακλάσειθα έχουμε ανακλάσειθα έχω ανακλαστείθα έχουμε ανακλαστεί
θα έχεις ανακλάσειθα έχετε ανακλάσειθα έχεις ανακλαστείθα έχετε ανακλαστεί
θα έχει ανακλάσειθα έχουν ανακλάσειθα έχει ανακλαστείθα έχουν ανακλαστεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ανακλώνα ανακλούμενα ανακλώμαινα ανακλόμαστε, να ανακλώμεθα
να ανακλάςνα ανακλάτενα ανακλάσαινα ανακλάστε, να ανακλάσθε
να ανακλάνα ανακλούν(ε)να ανακλάταινα ανακλώνται
Aoristνα ανακλάσωνα ανακλάσουμε, να ανακλάσομενα ανακλαστώνα ανακλαστούμε
να ανακλάσειςνα ανακλάσετενα ανακλαστείςνα ανακλαστείτε
να ανακλάσεινα ανακλάσουν(ε)να ανακλαστείνα ανακλαστούν(ε)
Perfνα έχω ανακλάσεινα έχουμε ανακλάσεινα έχω ανακλαστείνα έχουμε ανακλαστεί
να έχεις ανακλάσεινα έχετε ανακλάσεινα έχεις ανακλαστείνα έχετε ανακλαστεί
να έχει ανακλάσεινα έχουν ανακλάσεινα έχει ανακλαστείνα έχουν ανακλαστεί
Imper
ativ
Presανακλάτεανακλάστε, ανακλάσθε
Aoristανάκλασεανακλάστε, ανακλάσετεανακλάσουανακλαστείτε
Part
izip
Presανακλώνταςανακλώμενος
Perfέχοντας ανακλάσειανακλασμένος, -η, -οανακλασμένοι, -ες, -α
InfinAoristανακλάσειανακλαστεί





Griechische Definition zu ανακλώ

ανακλώ [anakló] -ώμαι αόρ. και ανέκλασα, απαρέμφ. ανακλάσει : (φυσ.) για φωτεινές ή θερμικές ακτίνες, ή για ηχητικά κύματα που αλλάζουν διεύθυνση, που προκαλούν ανάκλαση· αντανακλώ: H σελήνη ανακλά ένα μεγάλο μέρος του φωτός που δέχεται από τον ήλιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀνακλῶ, αρχ. ἀνακλῶμαι]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback