Griechisch | Deutsch |
---|---|
Μετά την κοινοποίηση, ο παραγωγός μίνι συμπιεστών της ΕΕ επανέλαβε τη θέση του και δήλωσε ότι ο αναδρομικός αποκλεισμός των μίνι συμπιεστών από τα μέτρα θα έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική ενίσχυση των ανταγωνιστών στη ΛΔΚ και θα στρεβλώσει τον ανταγωνισμό. | Nach der Unterrichtung wiederholte der Unionshersteller von Minikompressoren seinen Standpunkt und behauptete, der rückwirkende Ausschluss von Minikompressoren aus der Warendefinition der Maßnahmen würde rückwirkend zu einer Stärkung seiner Konkurrenten in der VR China führen und den Wettbewerb verzerren. Übersetzung bestätigt |
Καθιερώνεται ο μη αναδρομικός χαρακτήρας της, καθώς και συγκεκριμένη περίοδος ισχύος για την εφαρμογή της διαδικασίας καταλογισμού της ευθύνης. | Die Richtlinie ist nicht rückwirkend, und es gibt eine Verjährungsfrist für die Haftung. Übersetzung bestätigt |
Προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της παρούσας ανάλυσης και δεδομένου ότι η πρόταση δεν είναι αναδρομικής εφαρμογής, δεν ελήφθη υπόψη ο αναδρομικός χαρακτήρας του CERCLA, ήτοι υπολογίστηκαν αποκλειστικά και μόνο οι δαπάνες που σχετίζονται με τον καθαρισμό τοποθεσιών που υπέστησαν ρύπανση από απόβλητα τα οποία διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο μετά από τη στιγμή κατά την οποία ετέθη σε ισχύ το πρόγραμμα. | Für die Zwecke dieser Analyse und unter Berücksichtigung des Umstands, dass unser Vorschlag nicht rückwirkend ist, wurden hier abweichend vom CERCLA nur die Kosten der Sanierung von Altlasten berücksichtigt, die nach Inkrafttreten des Programms deponiert wurden. Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
zurückblickend |
retrospektiv |
zurückschauend |
rückblickend |
im Rückblick |
αναδρομικός -ή -ό [anaδromikós] : 1.που συμβαίνει, που γίνεται στο παρόν, καλύπτει όμως και μια προηγούμενη χρονική περίοδο: Ο νόμος (δεν) έχει αναδρομική ισχύ, (δεν) ισχύει και για χρονικό διάστημα πριν από τη θέσπισή του. Θα γίνει αναδρομική αύξηση των μισθών από τον Οκτώβριο του προηγούμενου έτους. Έγινε αναδρομική έκθεση του ζωγράφου με έργα παλαιότερης δουλειάς του. || (ως ουσ.) τα αναδρομικά, χρήματα που προέρχονται από αναδρομική αύξηση: H αξία των αναδρομικών εξανεμίζεται από την άνοδο του πληθωρισμού. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.