αμφιβληστροειδής   [amfivlistroidis, amfivlistroithis, amfiblhstroeidhs]

{die}    Subst.
(30)

Etymologie zu αμφιβληστροειδής

αμφιβληστροειδής Koine-Griechisch ἀμφιβληστροειδής (όμοιος με δίχτυ) ἀμφίβληστρον + -ειδής. Πρόθημα αμφι-


GriechischDeutsch
αμφιβληστροειδής χιτώνας έγκαυμαAuge Netzhaut

Übersetzung bestätigt

[Οφθαλμοί (αμφιβληστροειδής, οπτικό νεύρο) και βλέφαρα][Augen (Netzhaut, Sehnerv) und Lider]

Übersetzung bestätigt

μετατόπιση ή ρήξη μίας στιβάδας στο οπίσθιο μέρος του οφθαλμού (αμφιβληστροειδής)Verschiebung oder Riss der Schicht im hinteren Augenabschnitt (Netzhaut)

Übersetzung bestätigt

Όχι συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες από τον οφθαλμό που αναφέρεται ότι πιθανά προκλήθηκαν από το φάρμακο ή από τη διαδικασία της ένεσης περιλαμβάνουν (εμφανίζονται σε λιγότερους από έναν στους 100 αλλά σε περισσότερους από έναν στους 1000 ασθενείς σε κλινικές δοκιμές): φλεγμονή του οφθαλμού ή της εξωτερικής επιφάνειας του οφθαλμού, αιμορραγία στον οφθαλμό ή στο εσωτερικό του οφθαλμού (υαλοειδές σώμα), αίσθημα τάσης στον οφθαλμό, φλεγμονή του κεντρικού τμήματος της επιφάνειας του οφθαλμού (κερατίτιδα), μικρές εναποθέσεις στον οφθαλμό ή στην επιφάνεια του οφθαλμού (κερατοειδής), εναποθέσεις στο οπίσθιο μέρος του οφθαλμού, κνησμός των βλεφάρων, διαταραχή στην αντίδραση του οφθαλμού στο φως (αντανακλαστικό της κόρης επηρεασμένο), μικρή διάβρωση στο κεντρικό τμήμα της επιφάνειας του οφθαλμού (κερατοειδής), πτώση βλεφάρου, ουλή στο εσωτερικό του οφθαλμού (ουλή του αμφιβληστροειδούς), μικρό ογκίδιο στο βλέφαρο οφειλόμενο σε φλεγμονή (χαλάζιο), μειωμένη πίεση στο εσωτερικό του οφθαλμού, αντίδραση στη θέση της ένεσης, φυσαλίδες στη θέση της ένεσης, μετατόπιση ή ρήξη μίας στιβάδας στο οπίσθιο μέρος του οφθαλμού (αμφιβληστροειδής), διαταραχή της κόρης του οφθαλμού, του έγχρωμου τμήματος του οφθαλμού (ίριδα), απόφραξη της αρτηρίας του αμφιβληστροειδούς, αναστροφή του βλεφάρου, διαταραχή της κίνησης του οφθαλμού, ερεθισμός του βλεφάρου, αίμα στον οφθαλμό, αποχρωματισμός του οφθαλμού, εναποθέσεις στον οφθαλμό, φλεγμονή του οφθαλμού (ιρίτιδα), κοίλανση του οπτικού νεύρου, δυσμορφία της κόρης, απόφραξη της φλέβας στο οπίσθιο μέρος του οφθαλμού, έκκριμα της εσωτερικής γέλης του οφθαλμού.Entzündung des Auges oder der äußeren Oberfläche des Auges, Blutung im Auge oder im Inneren des Auges (Glaskörper), Spannung im Auge, Entzündung des mittleren Teils der Augenoberfläche (Keratitis), kleine Ablagerungen auf dem Auge oder auf der Augenoberfläche (Hornhaut), Ablagerungen im hinteren Auge, Jucken der Augenlider, Störungen der Augenreaktion auf Licht (gestörte Pupillenreflexe), kleine Erosion auf dem mittleren Teil der Augenoberfläche (Hornhaut), herabhängendes Augenlid, Narbe im Augeninneren (Netzhautnarbe), Knötchen auf dem Augenlid aufgrund einer Entzündung (Hagelkorn), verringerter Augeninnendruck, Reaktion an der Injektionsstelle, Bläschen an der Injektionsstelle, Verschiebung oder Riss der Schicht im hinteren Augenabschnitt (Netzhaut), Pupillenstörung, Störung des farbigen Teils des Auges (Iris), Verschluss einer Netzhautarterie, Ausstülpung des Augenlids, Störung der Augenbewegung, Augenlidreizungen, Blutung im Auge, Veränderung der Augenfarbe, Augenablagerungen, Augenentzündung (Iritis), Exkavation (Aushöhlung) des Sehnervenkopfes, Deformierung der Pupillen, Venenverschluss am hinteren Augenabschnitt, Austreten der inneren gallertartigen Masse des Auges.

Übersetzung bestätigt

Και ο αμφιβληστροειδής, φυσικά, είναι μια περίπλοκη δομή.Und die Netzhaut ist natürlich eine komplexe Struktur.

Übersetzung nicht bestätigt


Griechische Synonyme
Noch keine Synonyme
Ähnliche Bedeutung
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung
Deutsche Synonyme
Retina
Netzhaut

Grammatik

Noch keine Grammatik zu αμφιβληστροειδής.



Singular

Plural

Nominativdie Netzhaut

die Netzhäute

Genitivder Netzhaut

der Netzhäute

Dativder Netzhaut

den Netzhäuten

Akkusativdie Netzhaut

die Netzhäute




Griechische Definition zu αμφιβληστροειδής

αμφιβληστροειδής -ής -ές [amfivdivstroiδís] : (ανατ.) αμφιβληστροειδής χιτώνας και ως ουσ. ο αμφιβληστροειδής, ο εσωτερικός χιτώνας του ματιού.

[λόγ. < ελνστ. ἀμφιβληστροειδής]
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback