αλάτι mittelgriechisch αλάτι Koine-Griechisch ἁλάτιον altgriechisch ἅλας ἅλς proto-indogermanisch *séh₂l- / *séh₂ls (αλάτι)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Επιπλέον των γαλακτοκομικών πρώτων υλών, τα μόνα συστατικά ή βοηθητικά επεξεργασίας ή πρόσθετα που επιτρέπονται στο γάλα και κατά τη διάρκεια της παρασκευής, είναι η πυτιά, οι αβλαβείς καλλιέργειες βακτηρίων, ζυμών και μυκήτων, το χλωριούχο ασβέστιο και το αλάτι. | Neben dem Ausgangsstoff Milch dürfen als Inhaltsstoffe oder Herstellungshilfsstoffe oder Zusatzstoffe in der Milch oder während der Herstellung nur Lab, nicht schädliche Bakterien-, Hefeund Schimmelkulturen sowie Calciumchlorid und Salz hinzugefügt werden. (...) Übersetzung bestätigt |
Επιπλέον των γαλακτοκομικών πρώτων υλών, τα μόνα συστατικά ή βοηθητικά επεξεργασίας ή πρόσθετα που επιτρέπονται στο γάλα και κατά τη διάρκεια της παρασκευής είναι η πυτιά, οι αβλαβείς καλλιέργειες βακτηρίων, ζυμών και μυκήτων, το χλωριούχο ασβέστιο και το αλάτι. | Neben dem Ausgangsstoff Milch dürfen als Inhaltsstoffe oder Herstellungshilfsstoffe oder Zusatzstoffe in der Milch oder während der Herstellung nur Lab, nicht schädliche Bakterien-, Hefeund Schimmelkulturen sowie Calciumchlorid und Salz hinzugefügt werden. Übersetzung bestätigt |
Η ανάμειξη με αλάτι, η ζύμωση και η προσθήκη ξιδιού πρέπει να θεωρούνται ως μία διαδικασία παρασκευής πέραν της διαδικασίας που αναφέρεται στη σημείωση 1 του κεφαλαίου 9. | Die Zumischung von Salz, die Fermentation und die Zugabe von Essig sind als Herstellungsverfahren anzusehen, die über die in Anmerkung 1 zu Kapitel 9 genannten Behandlungen hinausgehen. Übersetzung bestätigt |
Υγρό προϊόν που έχει παρασκευαστεί ως σάλτσα πιπεριάς, από λοβούς πιπεριάς οι οποίοι αναμειγνύονται με αλάτι και υποβάλλονται σε ζύμωση επί 3 έτη. | Flüssiges Erzeugnis in Form einer Pfeffersoße, hergestellt aus Pfefferschoten, die mit Salz vermischt und drei Jahre lang fermentiert werden. Übersetzung bestätigt |
αλάτι» | Salz“; Übersetzung bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
αλατιέρα |
αλατίζω |
αλάτισμα |
αλατισμένος -η -ο |
αλατικός -ή -ό |
Deutsche Synonyme |
---|
Ionenverbindung |
Salz |
αλάτι το [aláti] : 1.λευκή, άοσμη, κρυσταλλική ουσία, με αλμυρή ευχάριστη γεύση, που βρίσκεται άφθονη στη φύση είτε διαλυμένη στο θαλασσινό νερό είτε ως ορυκτό· (πρβ. άλας): Mαγειρικό / επιτραπέζιο αλάτι. Bάζω / ρίχνω αλάτι στο φαγητό, για να γίνει νόστιμο. Ψιλό / χοντρό αλάτι. αλάτι και πιπέρι. ΦΡ φάγαμε ψωμί κι αλάτι, μας συνδέει στενή μακρόχρονη και δοκιμασμένη φιλία. κάνω κπ. τ΄ αλατιού, τον δέρνω πολύ. ΠAΡ Tο ψέμα είναι αλάτι της αλήθειας. Δε φοβάται ο παστουρμάς τ΄ αλάτι, ο βασανισμένος και ταλαιπωρημένος δε φοβάται τους κινδύνους, τα βάσανα. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.