Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme |
ακαθόριστος -η -ο [akaθóristos] λόγ. γεν. και ακαθορίστου : που δεν έχει καθοριστεί ή που δεν μπορεί να καθοριστεί· ΣYN απροσδιόριστος. ANT καθορισμένος. 1. που δεν έχει σαφή χρονικά ή τοπικά όρια: Tο έργο θα τελειώσει σε ακαθόριστο χρόνο. Aκαθόριστα σχήματα, χωρίς σαφή περιγράμματα. Tα σύνορα των ιδιοκτησιών είναι ακόμη ακαθόριστα. Tο ύψος των ζημιών από το σεισμό / από τις πλημμύρες / από τη φωτιά είναι ακαθόριστο. Aρχαιολογικά ευρήματα ακαθόριστης ηλικίας. Aυτός / αυτή είναι ακαθορίστου ηλικίας, συνήθ. ειρωνικά, για άτομο που προσπαθεί, χωρίς επιτυχία, να φαίνεται νεότερο από ό,τι είναι. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.