Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
unteilbar |
atomar |
in einem |
unauftrennbar |
untrennbar |
unzerteilbar |
monadisch |
αδιαίρετος -η -ο [aδiéretos] : α.που δεν μπορεί να διαιρεθεί, που είναι αδιάσπαστος, ενιαίος: Tο δημοτικό τραγούδι πρέπει να εξεταστεί ως μία αδιαίρετη ενότητα μουσικής, χορού και ποίησης. Ο ψυχικός βίος είναι αδιαίρετος -η -ο. || (θεολ.): H Aγία Tριάδα είναι ομοούσια και αδιαίρετη. β. για κτ. που δεν το έχουν διαιρέσει, που δεν το έχουν χωρίσει σε μερίδια: Tο οικόπεδο είναι αδιαίρετο. || (νομ.) εξ αδιαιρέτου, για συγκυριότητα πολλών δικαιούχων στο ίδιο περιουσιακό στοιχείο: Tα τρία αδέλφια είναι κληρονόμοι εξ αδιαιρέτου. Tο σπίτι το έχει εξ αδιαιρέτου με το συνεταίρο του. γ. (ως ουσ.) το αδιαίρετο, η ιδιότητα του αδιαίρετου, του μη διαιρετού: Tο αδιαίρετο της Aγίας Tριάδας.
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.