{το}  άτομο Subst.  [atomo]

{die}    Subst.
(7400)
{das}    Subst.
(295)
{das}    Subst.
(126)

Etymologie zu άτομο

άτομο altgriechisch ἄτομον, Maskulinum von επιθέτου ἄτομος ἀ- στερητικό + τέμνω (αυτός που δεν μπορεί να διαιρεθεί)


GriechischDeutsch
Το σχέδιο κοινωνικών μέτρων της Hewlett Packard το 2003 κόστισε 214000 EUR ανά άτομο και το 2005 κυμάνθηκε από 50000 έως 400000 EUR. Το 2004, το κόστος του σχεδίου κοινωνικών μέτρων που εφάρμοσε η Péchiney, μετά τη συγχώνευση με την Alcan, ανήλθε σε 128000 EUR ανά άτομο.Der Sozialplan von Hewlett Packard kostete im Jahr 2003 214000 EUR pro Person und im Jahr 2005 zwischen 50000 und 400000 EUR. Der von Péchiney nach der Fusion mit Alcan im Jahr 2004 eingeführte Sozialplan kostete 128000 EUR pro Person.

Übersetzung bestätigt

Ως προς αυτό, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, σύμφωνα με το πρωτόκολλο συμφωνίας που υπέγραψαν τα μέρη, ο δεσμευμένος λογαριασμός είναι δυνατό να ενεργοποιηθεί μόνο για τη χρηματοδότηση των αποζημιώσεων σε άτομα η σύμβαση εργασίας των οποίων με την SNCM έχει ήδη λυθεί.Hierzu stellt die Kommission fest, dass das Treuhandkonto gemäß der Vereinbarung zwischen den Parteien nur zur Finanzierung der Ausgleichszahlungen an Personen verwendet werden kann, deren Arbeitsverhältnis mit der SNCM zuvor gekündigt wurde.

Übersetzung bestätigt

Σε ό,τι αφορά το συμβιβάσιμο της υπό εξέταση ενίσχυσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι το εργατικό δυναμικό της ΕΝΑΕ μειώθηκε από 3022 άτομα το 1995 σε 1977 άτομα το 1997.Was die Vereinbarkeit der Beihilfe in der vorliegenden Rechtssache betrifft, weist die Kommission darauf hin, es werde nicht bezweifelt, dass die HSY-Humankapazität von 3022 Personen 1995 auf 1977 Personen 1997 reduziert wurde.

Übersetzung bestätigt

Σε ό,τι αφορά το ποσό και την ένταση της ενίσχυσης, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ενίσχυση ανήλθε σε 25,6 εκατ. ευρώ για μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 1000 άτομα.Was Höhe und Intensität der Beihilfen angeht, so weist die Kommission darauf hin, dass die Beihilfe zum Abbau der Humankapazität um 1000 Personen 25,6 Mio. EUR betrug.

Übersetzung bestätigt

Κατά πρώτον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η Ελλάδα προέβαλε αντιφατικούς ισχυρισμούς για το θέμα, αναφέροντας αρχικά ότι το υπόψη ποσό είχε χορηγηθεί από το κράτος για να συμψηφίσει το κόστος μείωσης του προσωπικού κατά 1000 άτομα, ενώ μεταγενέστερα αναίρεσε την εξήγηση αυτή, υποστηρίζοντας ότι η εν λόγω εισφορά κεφαλαίου είχε πραγματοποιηθεί από την ΕΤΒΑ.Erstens: Die Kommission weist darauf hin, dass Griechenland widersprüchliche Behauptungen zum Thema vorgebracht hat, indem es anfangs aufführte, dass der betreffende Betrag vom Staat zur Aufrechnung des Arbeitsplatzabbaus um 1000 Personen gewährt worden war, während später diese Erklärung zurückgenommen wurde, mit der Behauptung, dass diese Kapitalzuführung von der ETVA vorgenommen worden sei.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu άτομο

άτομο [átomo] το, (L)

① phys smallest particle of an element that enters into the composition of molecules, atom:
καταγίνεται με τις κοσμικές αχτίνες με σκοπό τη διάσπαση του ατόμου (KPodivtis)
ⓐ smallest unit or subdivision of sth, atom:
το άτομο της αιωνιότητας για τους Έλληνες ήταν κατ' ουσίαν η αιωνιότης (Theodorakop)
② single item or member of group (species etc), individual:
μετράμε πόσα άτομα έχουν μείνει από το τάδε πουλί |
τα είδη και οι ιδέες θα υπάρχουν όσο θα υπάρχουν άτομα που θα μετέχουν σ' αυτά (Tatakis) |
η επιστήμη ασχολείται με τα γενικά και δεν παίρνει υπόψη της τα άτομα (Evelpidis)
③ single human being, individual, person (syn άνθρωπος 2, πρόσωπο):
η αξιοπρέπεια, τα δικαιώματα του ατόμου |
είμαστε δέκα άτομα |
ο λογαριασμός βγήκε δέκα δραχμές το άτομο |
το λεωφορείο χωράει πενήντα άτομα |
στη διαδήλωση ήρθαν χίλια άτομα |
έτσι δυναμώνει γενικώς η πατρίδα κι όχι τα άτομα (Makryg) |
ν' ασκείς το σώμα και την ψυχή ως άτομο, ανεξάρτητα από την ομάδα (Kazantz) |
το άτομο σ' ένα μικρό έθνος δεν είναι μικρότερο από το άτομο ενός μεγάλου έθνους (IDragoumis) |
όλα αυτά που βλέπετε είναι έργο του ενός ανθρώπου· γι' αυτό πιστεύουμε τόσο πολύ εδώ στο ένα άτομο (Venezis)
ⓑ w. poss pron person, self (syn [τον] εαυτό [μου]):
μιλάει, σκέφτεται, φροντίζει για το άτομό του |
πολλά ακούστηκαν για το άτομό του |
θυσιάζει το άτομό του για το σύνολο |
η βούληση του ανθρώπου εκείνου .. τόσο λίγο πηγάζει από το άτομό του (Karouzos)
④ L adv phr κατ' άτομο individually, (ratio) per capita (syn ατομικά 1, syn-phr κατά κεφαλή):
Ιουδαίοι και Έλληνες είναι οι πρώτοι που γίνονται, κατ' άτομον όμως, χριστιανοί· δεν γίνονται ομαδικώς χριστιανοί (Theodorakop) |
ο κεφαλικός δείκτης παρουσιάζει κατ' άτομο μεγάλη ποικιλία (Poudivanos)
ⓒ per person, each one (syn phr ο καθένας):
εκεί αναψύχεται το καλοκαίρι η πόλη μ' εξήντα μόνο εκατοστά της κορόνας κατ' άτομο (Papantoniou)
[fr kath άτομον ← postmed (Somavera) ← PatrG ← K, AG, substantiv. n of άτομος 'uncut, indivisible']
[...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback