άσπρος Koine-Griechisch ἄσπρος lateinisch asper proto-indogermanisch *h₂esp- (κόβω)
Griechisch | Deutsch |
---|---|
Φύσιγγα του 1 ml άσπρος-κίτρινος δακτύλιος | 1 ml Ampulle weiß gelber Ring Übersetzung bestätigt |
Είναι πια παλιά ιστορία ο παππούς μιλάει στον εγγονό του στην καλύβα και, ο εγγονός έρχεται και λέει: " Είδα ένα όνειρο χθες το βράδυ, ήταν δυο λύκοι που πάλευαν, και ο ένας ήταν μαύρος, και ο άλλος ήταν άσπρος, και ο μαύρος λύκος με τρόμαξε, παππού, και ο άσπρος λύκος μου έδινε ελπίδα. | Es gibt diese uralte Geschichte vom Großvater, der sich mit seinem Enkel in der Hütte unterhält, und sein Enkel kommt herein und sagt: "Ich habe letzte Nacht geträumt, dass zwei Wölfe miteinander kämpften, und einer war schwarz und der andere weiß, und der schwarze Wolf hat mir Angst gemacht, Großvater, und der weiße Wolf gab mir Hoffnung. Welcher von ihnen wird gewinnen? Übersetzung nicht bestätigt |
'Εχω μία γάτα και ένα σκύλο. Η γάτα είναι μαύρη και ο σκύλος είναι άσπρος. | Ich habe eine Katze und einen Hund. Die Katze ist schwarz und der Hund ist weiß. Übersetzung nicht bestätigt |
Griechische Synonyme |
---|
λευκός |
Ähnliche Bedeutung |
---|
Noch keine Wörter mit ähnlicher Bedeutung |
Ähnliche Wörter |
---|
άσπρος -η -ο |
Deutsche Synonyme |
---|
weiß |
kaukasisch |
europid |
Noch keine Grammatik zu άσπρος.
άσπρος -η -ο [áspros] : ΣYN λευκός. 1α. που έχει τον ουδέτερο χρωματισμό που παίρνει ένα σώμα όταν αντανακλά σχεδόν όλες τις φωτεινές ακτίνες: άσπρος σαν το χιόνι / σαν το γάλα. άσπρος κρίνος. Άσπρο περιστέρι. Έβαψαν τους τοίχους άσπρους. Άσπρα πουκάμισα / σεντόνια. Άσπρες τρίχες / άσπρα μαλλιά. ANT μαύρα. Άσπρη κόλα, που έχει άσπρο χρώμα ή που δεν είναι γραμμένη. (έκφρ.) δίνω άσπρη κόλα, δε γράφω τίποτε σε διαγώνισμα. άσπρο πάτο*! ΦΡ (δε) βλέπω άσπρη μέρα, χαρούμενη, ευτυχισμένη: Aπό τότε που παντρεύτηκε δεν είδε άσπρη μέρα. κάνει κάποιος το άσπρο μαύρο, για κπ. που διαστρέφει την αλήθεια, την πραγματικότητα. άσπρο μαύρο, για να δηλώσουμε ακραίες αντιθέσεις, χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις: Στη ζωή τίποτα δεν είναι άσπρο μαύρο. β. που έχει ανοιχτό χρώμα σε αντίθεση με κτ. άλλο που ανήκει στο ίδιο είδος και έχει σκούρο χρώμα: Άσπρα κρέατα, πουλερικά και χοιρινά, σε αντιδιαστολή προς τα κόκκινα. Άσπρα σταφύλια / κρασιά, που έχουν κιτρινωπό χρώμα, σε αντιδιαστολή προς τα κόκκινα. Άσπρα τυριά, φέτα, μανούρι κτλ., σε αντιδιαστολή προς τα κίτρινα (κασέρι, γραβιέρα κτλ.). Άσπρο πιπέρι, σε αντιδιαστολή προς το μαύρο. Άσπρη σάλτσα, που δεν έχει ντομάτα. Έχει άσπρα δόντια, που δεν είναι κιτρινισμένα. Έχει άσπρο δέρμα / είναι άσπρος, δεν είναι μελαχρινός. (παρωχ.) Άσπρη Θάλασσα, το Aιγαίο Πέλαγος. || (ως ουσ., οικ.) οι άσπροι, αυτοί που ανήκουν στη λευκή φυλή, οι λευκοί. || ωχρός: Έγινε άσπρος από το φόβο του. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.