ικανοποιώ Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Eine Frau sollte ihren Mann zufriedenstellen. | Μία γυναίκα πρέπει να αφοσιώνεται στο σύζυγό της. Übersetzung nicht bestätigt |
Die wollte ich nicht zufriedenstellen. | Δεν θα τους ικανοποιήσω. Übersetzung nicht bestätigt |
Nichts weniger wird mich zufriedenstellen. | Tίποτα λιγότερο δεν με ικανοποιεί. Übersetzung nicht bestätigt |
Mr. Bedeker, nichts würde mich mehr zufriedenstellen. | Τίποτα δε θα με ευχαριστούσε περισσότερο! Übersetzung nicht bestätigt |
Ich wollte dich nur zufriedenstellen. | Ήθελα απλά να σε ευχαριστήσω. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
zufriedenstellend |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | stelle zufrieden | ||
du | stellst zufrieden | |||
er, sie, es | stellt zufrieden | |||
Präteritum | ich | stellte zufrieden | ||
Konjunktiv II | ich | stellte zufrieden | ||
Imperativ | Singular | stelle zufrieden! | ||
Plural | stellt zufrieden! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
zufriedengestellt | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:zufriedenstellen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ικανοποιώ | ικανοποιούμε | ικανοποιούμαι | ικανοποιούμαστε, ικανοποιόμαστε |
ικανοποιείς | ικανοποιείτε | ικανοποιείσαι | ικανοποιείστε, ικανοποιόσαστε | ||
ικανοποιεί | ικανοποιούν(ε) | ικανοποιείται | ικανοποιούνται | ||
Imper fekt | ικανοποιούσα | ικανοποιούσαμε | ικανοποιούμουν ικανοπιόμουν(α) | ικανοποιούμαστε ικανοποιόμαστε, ικανοποιόμασταν | |
ικανοποιούσες | ικανοποιούσατε | ικανοποιόσουν(α) | ικανοποιόσαστε, ικανοποιόσασταν | ||
ικανοποιούσε | ικανοποιούσαν(ε) | ικανοποιούνταν, ικανοποιείτο ικανοποιόταν(ε) | ικανοποιούνταν, ικανοποιούντο ικανοποιόνταν(ε), ικανοποιόντουσαν | ||
Aorist | ικανοποίησα | ικανοποιήσαμε | ικανοποιήθηκα | ικανοποιηθήκαμε | |
ικανοποίησες | ικανοποιήσατε | ικανοποιήθηκες | ικανοποιηθήκατε | ||
ικανοποίησε | ικανοποίησαν, ικανοποιήσαν(ε) | ικανοποιήθηκε | ικανοποιήθηκαν, ικανοποιηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα ικανοποιώ | θα ικανοποιούμε | θα ικανοποιούμαι | θα ικανοποιούμαστε, θα ικανοποιόμαστε | |
θα ικανοποιείς | θα ικανοποιείτε | θα ικανοποιείσαι | θα ικανοποιείστε, θα ικανοποιόσαστε | ||
θα ικανοποιεί | θα ικανοποιούν(ε) | θα ικανοποιείται | θα ικανοποιούνται | ||
Fut ur | θα ικανοποιήσω | θα ικανοποιήσουμε | θα ικανοποιηθώ | θα ικανοποιηθούμε | |
θα ικανοποιήσεις | θα ικανοποιήσετε | θα ικανοποιηθείς | θα ικανοποιηθείτε | ||
θα ικανοποιήσει | θα ικανοποιήσουν(ε) | θα ικανοποιηθεί | θα ικανοποιηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ικανοποιώ | να ικανοποιούμε | να ικανοποιούμαι | να ικανοποιούμαστε, να ικανοποιόμαστε |
να ικανοποιείς | να ικανοποιείτε | να ικανοποιείσαι | να ικανοποιείστε, να ικανοποιόσαστε | ||
να ικανοποιεί | να ικανοποιούν(ε) | να ικανοποιείται | να ικανοποιούνται | ||
Aorist | να ικανοποιήσω | να ικανοποιηθώ | να ικανοποιηθούμε | ||
να ικανοποιήσεις | να ικανοποιήσετε | να ικανοποιηθείς | να ικανοποιηθείτε | ||
να ικανοποιήσει | να ικανοποιήσουν(ε) | να ικανοποιηθεί | να ικανοποιηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | ικανοποιείτε | ικανοποιείστε | ||
Aorist | ικανοποίησε | ικανοποιήστε, ικανοποιήσετε | ικανοποιήσου | ικανοποιηθείτε | |
Part izip | Pres | ικανοποιώντας | |||
Perf | έχοντας ικανοποιήσει, | ικανοποιημένος, -η, -ο | ικανοποιημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | ικανοποιήσει | ικανοποιηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.