zufrieden stellen
 

ικανοποιώ Verb
(3)
DeutschGriechisch
Ich sollte Harrissan in jeder Hinsicht zufrieden stellen und jeden seiner Schritte beobachten.Σκοπός μου ήταν να τον ικανοποιώ Χάρις-σαν, με κάθε τρόπο... και να παρακολουθώ κάθε του κίνηση.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde ihn zufrieden stellen.Θα μπορώ να τον ικανοποιώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Und sie meinte, ich wurde sie nicht zufrieden stellen, sexuell.Λέει... ότι δεν ικανοποιώ τις ανάγκες της... σεξουαλικά.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ικανοποιώικανοποιούμεικανοποιούμαιικανοποιούμαστε, ικανοποιόμαστε
ικανοποιείςικανοποιείτεικανοποιείσαιικανοποιείστε, ικανοποιόσαστε
ικανοποιείικανοποιούν(ε)ικανοποιείταιικανοποιούνται
Imper
fekt
ικανοποιούσαικανοποιούσαμεικανοποιούμουν
ικανοπιόμουν(α)
ικανοποιούμαστε
ικανοποιόμαστε, ικανοποιόμασταν
ικανοποιούσεςικανοποιούσατεικανοποιόσουν(α)ικανοποιόσαστε, ικανοποιόσασταν
ικανοποιούσεικανοποιούσαν(ε)ικανοποιούνταν, ικανοποιείτο
ικανοποιόταν(ε)
ικανοποιούνταν, ικανοποιούντο
ικανοποιόνταν(ε), ικανοποιόντουσαν
Aoristικανοποίησαικανοποιήσαμεικανοποιήθηκαικανοποιηθήκαμε
ικανοποίησεςικανοποιήσατεικανοποιήθηκεςικανοποιηθήκατε
ικανοποίησεικανοποίησαν, ικανοποιήσαν(ε)ικανοποιήθηκεικανοποιήθηκαν, ικανοποιηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ικανοποιήσει
έχω ικανοποιημένο
έχουμε ικανοποιήσει
έχουμε ικανοποιημένο
έχω ικανοποιηθεί
είμαι ικανοποιημένος, -η
έχουμε ικανοποιηθεί
είμαστε ικανοποιημένοι, -ες
έχεις ικανοποιήσει
έχεις ικανοποιημένο
έχετε ικανοποιήσει
έχετε ικανοποιημένο
έχεις ικανοποιηθεί
είσαι ικανοποιημένος, -η
έχετε ικανοποιηθεί
είστε ικανοποιημένοι, -ες
έχει ικανοποιήσει
έχει ικανοποιημένο
έχουν ικανοποιήσει
έχουν ικανοποιημένο
έχει ικανοποιηθεί
είναι ικανοποιημένος, -η, -ο
έχουν ικανοποιηθεί
είναι ικανοποιημένοι, -ές, -α
Plu
perf
ekt
είχα ικανοποιήσει
είχα ικανοποιημένο
είχαμε ικανοποιήσει
είχαμε ικανοποιημένο
είχα ικανοποιηθεί
ήμουν ικανοποιημένος, -η
είχαμε ικανοποιηθεί
ήμαστε ικανοποιημένοι, -ες
είχες ικανοποιήσει
είχες ικανοποιημένο
είχατε ικανοποιήσει
είχατε ικανοποιημένο
είχες ικανοποιηθεί
ήσουν ικανοποιημένος, -η
είχατε ικανοποιηθεί
ήσαστε ικανοποιημένοι, -ες
είχε ικανοποιήσει
είχε ικανοποιημένο
είχαν ικανοποιήσει
είχαν ικανοποιημένο
είχε ικανοποιηθεί
ήταν ικανοποιημένος, -η, -ο
είχαν ικανοποιηθεί
ήταν ικανοποιημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ικανοποιώθα ικανοποιούμεθα ικανοποιούμαιθα ικανοποιούμαστε, θα ικανοποιόμαστε
θα ικανοποιείςθα ικανοποιείτεθα ικανοποιείσαιθα ικανοποιείστε, θα ικανοποιόσαστε
θα ικανοποιείθα ικανοποιούν(ε)θα ικανοποιείταιθα ικανοποιούνται
Fut
ur
θα ικανοποιήσωθα ικανοποιήσουμεθα ικανοποιηθώθα ικανοποιηθούμε
θα ικανοποιήσειςθα ικανοποιήσετεθα ικανοποιηθείςθα ικανοποιηθείτε
θα ικανοποιήσειθα ικανοποιήσουν(ε)θα ικανοποιηθείθα ικανοποιηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ικανοποιήσει
θα έχω ικανοποιημένο
θα έχουμε ικανοποιήσει
θα έχουμε ικανοποιημένο
θα έχω ικανοποιηθεί
θα είμαι ικανοποιημένος, -η
θα έχουμε ικανοποιηθεί
θα είμαστε ικανοποιημένοι, -ες
θα έχεις ικανοποιήσει
θα έχεις ικανοποιημένο
θα έχετε ικανοποιήσει
θα έχετε ικανοποιημένο
θα έχεις ικανοποιηθεί
θα είσαι ικανοποιημένος, -η
θα έχετε ικανοποιηθεί
θα είστε ικανοποιημένοι, -η
θα έχει ικανοποιήσει
θα έχει ικανοποιημένο
θα έχουν ικανοποιήσει
θα έχουν ικανοποιημένο
θα έχει ικανοποιηθεί
θα είναι ικανοποιημένος, -η, -ο
θα έχουν ικανοποιηθεί
θα είναι ικανοποιημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ικανοποιώνα ικανοποιούμενα ικανοποιούμαινα ικανοποιούμαστε, να ικανοποιόμαστε
να ικανοποιείςνα ικανοποιείτενα ικανοποιείσαινα ικανοποιείστε, να ικανοποιόσαστε
να ικανοποιείνα ικανοποιούν(ε)να ικανοποιείταινα ικανοποιούνται
Aoristνα ικανοποιήσωνα ικανοποιήσουμε, να ικανοποιήσομενα ικανοποιηθώνα ικανοποιηθούμε
να ικανοποιήσειςνα ικανοποιήσετενα ικανοποιηθείςνα ικανοποιηθείτε
να ικανοποιήσεινα ικανοποιήσουν(ε)να ικανοποιηθείνα ικανοποιηθούν(ε)
Perfνα έχω ικανοποιήσει
να έχω ικανοποιημένο
να έχουμε ικανοποιήσει
να έχουμε ικανοποιημένο
να έχω ικανοποιηθεί
να είμαι ικανοποιημένος, -η
να έχουμε ικανοποιηθεί
να είμαστε ικανοποιημένοι, -ες
να έχεις ικανοποιήσει
να έχεις ικανοποιημένο
να έχετε ικανοποιήσει
να έχετε ικανοποιημένο
να έχεις ικανοποιηθεί
να είσαι ικανοποιημένος, -η
να έχετε ικανοποιηθεί
να είστε ικανοποιημένοι, -ες
να έχει ικανοποιήσει
να έχει ικανοποιημένο
να έχουν ικανοποιήσει
να έχουν ικανοποιημένο
να έχει ικανοποιηθεί
να είναι ικανοποιημένος, -η, -ο
να έχουν ικανοποιηθεί
να είναι ικανοποιημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presικανοποιείτεικανοποιείστε
Aoristικανοποίησεικανοποιήστε, ικανοποιήσετεικανοποιήσουικανοποιηθείτε
Part
izip
Presικανοποιώντας
Perfέχοντας ικανοποιήσει, έχοντας ικανοποιημένοικανοποιημένος, -η, -οικανοποιημένοι, -ες, -α
InfinAoristικανοποιήσειικανοποιηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback