zerpflücken
 Verb

διαλύω Verb
(0)
μαδώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich meine, wenn mein Leben auf dem Spiel stünde, sollte mein Anwalt zumindest versuchen, die Zeugen der Anklage zu zerpflücken.Εννοώ, αν δικαζόμουν για την ζωή μου θα θέλα ο δικηγόρος μου να κάνει κουρέλια τους μάρτυρες, ή τουλάχιστον να το προσπαθήσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Mögen die Geier herab fliegen und deine Knochen zerpflücken.Μακάρι να κατεβούν τα όρνια να σου φάνε τα κόκκαλα.

Übersetzung nicht bestätigt

"Mögen die Geier herab fliegen und deine Knochen zerpflücken.""Μακάρι να κατεβούν τα όρνια να σου φάνε τα κόκκαλα."

Übersetzung nicht bestätigt

Die zerpflücken unser Alibi. Sie tun alles, um die Akte zu finden.Θα τα κάνουν φύλλο και φτερό για να βρουν το ντοσιέ, και αν το βρουν σπίτι σου, την έβαψες!

Übersetzung nicht bestätigt

Diese ganze Diskussion ist akademisch weil unser Klient es eh zerpflücken wird.Αυτή η συζήτηση είναι ακαδημαική, ο πελάτης θα διαφωνούσε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
διαλύωδιαλύουμε, διαλύομεδιαλύομαιδιαλυόμαστε
διαλύειςδιαλύετεδιαλύεσαιδιαλύεστε, διαλυόσαστε
διαλύειδιαλύουν(ε)διαλύεταιδιαλύονται
Imper
fekt
διέλυαδιαλύαμεδιαλυόμουν(α)διαλυόμαστε
διέλυεςδιαλύατεδιαλυόσουν(α)διαλυόσαστε
διέλυεδιέλυαν, διαλύαν(ε)διαλυόταν(ε)διαλύονταν
Aoristδιέλυσα, διάλυσαδιαλύσαμεδιαλύθηκαδιαλυθήκαμε
διέλυσες, διάλυσεςδιαλύσατεδιαλύθηκεςδιαλυθήκατε
διέλυσε, διάλυσεδιέλυσαν, διαλύσαν(ε)διαλύθηκεδιαλύθηκαν, διαλυθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω διαλύσει
έχω διαλυμένο
έχουμε διαλύσει
έχουμε διαλυμένο
έχω διαλυθεί
είμαι διαλυμένος, -η
έχουμε διαλυθεί
είμαστε διαλυμένοι, -ες
έχεις διαλύσει
έχεις διαλυμένο
έχετε διαλύσει
έχετε διαλυμένο
έχεις διαλυθεί
είσαι διαλυμένος, -η
έχετε διαλυθεί
είστε διαλυμένοι, -ες
έχει διαλύσει
έχει διαλυμένο
έχουν διαλύσει
έχουν διαλυμένο
έχει διαλυθεί
είναι διαλυμένος, -η, -ο
έχουν διαλυθεί
είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα διαλύσει
είχα διαλυμένο
είχαμε διαλύσει
είχαμε διαλυμένο
είχα διαλυθεί
ήμουν διαλυμένος, -η
είχαμε διαλυθεί
ήμαστε διαλυμένοι, -ες
είχες διαλύσει
είχες διαλυμένο
είχατε διαλύσει
είχατε διαλυμένο
είχες διαλυθεί
ήσουν διαλυμένος, -η
είχατε διαλυθεί
ήσαστε διαλυμένοι, -ες
είχε διαλύσει
είχε διαλυμένο
είχαν διαλύσει
είχαν διαλυμένο
είχε διαλυθεί
ήταν διαλυμένος, -η, -ο
είχαν διαλυθεί
ήταν διαλυμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα διαλύωθα διαλύουμε, θα διαλύομεθα διαλύομαιθα διαλυόμαστε
θα διαλύειςθα διαλύετεθα διαλύεσαιθα διαλύεστε θα διαλυόσαστε
θα διαλύειθα διαλύουν(ε)θα διαλύεταιθα διαλύονται
Fut
ur
θα διαλύσωθα διαλύσουμε, θα διαλύσομεθα διαλυθώθα διαλυθούμε
θα διαλύσειςθα διαλύσετεθα διαλυθείςθα διαλυθείτε
θα διαλύσειθα διαλύσουν(ε)θα διαλυθείθα διαλυθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω διαλύσει
θα έχω διαλυμένο
θα έχουμε διαλύσει
θα έχουμε διαλυμένο
θα έχω διαλυθεί
θα είμαι διαλυμένος, -η
θα έχουμε διαλυθεί
θα είμαστε διαλυμένοι, -ες
θα έχεις διαλύσει
θα έχεις διαλυμένο
θα έχετε διαλύσει
θα έχετε διαλυμένο
θα έχεις διαλυθεί
θα είσαι διαλυμένος, -η
θα έχετε διαλυθεί
θα είστε διαλυμένοι, -ες
θα έχει διαλύσει
θα έχει διαλυμένο
θα έχουν διαλύσει
θα έχουν διαλυμένο
θα έχει διαλυθεί
θα είναι διαλυμένος, -η, -ο
θα έχουν διαλυθεί
θα είναι διαλυμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να διαλύωνα διαλύουμε, να διαλύομενα διαλύομαινα διαλυόμαστε
να διαλύειςνα διαλύετενα διαλύεσαινα διαλύεστε, να διαλυόσαστε
να διαλύεινα διαλύουν(ε)να διαλύεταινα διαλύονται
Aoristνα διαλύσωνα διαλύσουμε, να διαλύσομενα διαλυθώνα διαλυθούμε
να διαλύσειςνα διαλύσετενα διαλυθείςνα διαλυθείτε
να διαλύσεινα διαλύσουν(ε)να διαλυθείνα διαλυθούν(ε)
Perfνα έχω διαλύσει
να έχω διαλυμένο
να έχουμε διαλύσει
να έχουμε διαλυμένο
να έχω διαλυθεί
να είμαι διαλυμένος, -η
να έχουμε διαλυθεί
να είμαστε διαλυμένοι, -ες
να έχεις διαλύσει
να έχεις διαλυμένο
να έχετε διαλύσει
να έχετε διαλυμένο
να έχεις διαλυθεί
να είσαι διαλυμένος, -η
να έχετε διαλυθεί
να είστε διαλυμένοι, -ες
να έχει διαλύσει
να έχει διαλυμένο
να έχουν διαλύσει
να έχουν διαλυμένο
να έχει διαλυθεί
να είναι διαλυμένος, -η, -ο
να έχουν διαλυθεί
να είναι διαλυμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presδιάλυεδιαλύετεδιαλύεστε
Aoristδιάλυσεδιαλύστε, διαλύσετεδιαλύσουδιαλυθείτε
Part
izip
Presδιαλύοντας
Perfέχοντας διαλύσει, έχοντας διαλυμένοδιαλυμένος, -η, -οδιαλυμένοι, -ες, -α
InfinAoristδιαλύσειδιαλυθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback