συμφιλιώνω Verb (0) |
ομονοιάζω Verb (0) |
πρόσκειμαι Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Sie scheinen mit Taylor zu sympathisieren. Warum nicht? | Ακούγεστε σαν να συμπονείτε τον Τέιλορ. Übersetzung nicht bestätigt |
Wenn ich ihn überzeugen kann, dass Volk und Kämpfer in den Bergen voll hinter der Revolution stehen dann werden die Generäle, die mit uns sympathisieren auch auf unsere Seite kommen. | για να τους δείξουμε την υποστήριξη του λαού... Και η νεαροι μαχητές στους λόφους... Υπόσχονται ότι οι στρατηγοί θα δουναι με συμπάθεια στον αγώνα μας... Übersetzung nicht bestätigt |
Jamie, sie sympathisieren mit den Terroristen. | Jamie, μπορείτε να ακούγεται συμπάθεια για τους τρομοκράτες. Übersetzung nicht bestätigt |
Oder dass wir uns in die Guerillas verliebt haben, weil wir mit ihnen... sympathisieren? | Ή μήπως απλά να πω ότι ερωτευτήκαμε τους αντάρτες, διότι ο σκοπός τους ήταν... Συμπαθητικός; Übersetzung nicht bestätigt |
Heute wurden 18 Menschen getötet und 36 verwundet während einer Schießerei zwischen Demonstranten und der Landespolizei. Es fing an, als Studenten, Arbeiter und Bauern, die mit den Guerillas sympathisieren ausländische Botschaften besetzten und die Nationalkathedrale eroberten. | 18 άτομα σκοτώθηκαν σήμερα και 36 τραυματίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών με την αστυνομία κατά την διάρκεια αντικυβερνητικών διαδηλώσεων από εργάτες, αγρότες και φοιτητές. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | sympathisiere | ||
du | sympathisierst | |||
er, sie, es | sympathisiert | |||
Präteritum | ich | sympathisierte | ||
Konjunktiv II | ich | sympathisierte | ||
Imperativ | Singular | sympathisier! sympathisiere! | ||
Plural | sympathisiert! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
sympathisiert | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:sympathisieren |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συμφιλιώνω | συμφιλιώνουμε, συμφιλιώνομε | συμφιλιώνομαι | συμφιλιωνόμαστε |
συμφιλιώνεις | συμφιλιώνετε | συμφιλιώνεσαι | συμφιλιώνεστε, συμφιλιωνόσαστε | ||
συμφιλιώνει | συμφιλιώνουν(ε) | συμφιλιώνεται | συμφιλιώνονται | ||
Imper fekt | συμφιλίωνα | συμφιλιώναμε | συμφιλιωνόμουν(α) | συμφιλιωνόμαστε, συμφιλιωνόμασταν | |
συμφιλίωνες | συμφιλιώνατε | συμφιλιωνόσουν(α) | συμφιλιωνόσαστε, συμφιλιωνόσασταν | ||
συμφιλίωνε | συμφιλίωναν, συμφιλιώναν(ε) | συμφιλιωνόταν(ε) | συμφιλιώνονταν, συμφιλιωνόντανε, συμφιλιωνόντουσαν | ||
Aorist | συμφιλίωσα | συμφιλιώσαμε | συμφιλιώθηκα | συμφιλιωθήκαμε | |
συμφιλίωσες | συμφιλιώσατε | συμφιλιώθηκες | συμφιλιωθήκατε | ||
συμφιλίωσε | συμφιλίωσαν, συμφιλιώσαν(ε) | συμφιλιώθηκε | συμφιλιώθηκαν, συμφιλιωθήκαν(ε) | ||
Per fekt | |||||
Plu per fekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | θα συμφιλιώνω | θα συμφιλιώνουμε, | θα συμφιλιώνομαι | θα συμφιλιωνόμαστε | |
θα συμφιλιώνεις | θα συμφιλιώνετε | θα συμφιλιώνεσαι | θα συμφιλιώνεστε, | ||
θα συμφιλιώνει | θα συμφιλιώνουν(ε) | θα συμφιλιώνεται | θα συμφιλιώνονται | ||
Fut ur | θα συμφιλιώσω | θα συμφιλιώσουμε, | θα συμφιλιωθώ | θα συμφιλιωθούμε | |
θα συμφιλιώσεις | θα συμφιλιώσετε | θα συμφιλιωθείς | θα συμφιλιωθείτε | ||
θα συμφιλιώσει | θα συμφιλιώσουν | θα συμφιλιωθεί | θα συμφιλιωθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συμφιλιώνω | να συμφιλιώνουμε, | να συμφιλιώνομαι | να συμφιλιωνόμαστε |
να συμφιλιώνεις | να συμφιλιώνετε | να συμφιλιώνεσαι | να συμφιλιώνεστε, | ||
να συμφιλιώνει | να συμφιλιώνουν(ε) | να συμφιλιώνεται | να συμφιλιώνονται | ||
Aorist | να συμφιλιώσω | να συμφιλιώσουμε, | να συμφιλιωθώ | να συμφιλιωθούμε | |
να συμφιλιώσεις | να συμφιλιώσετε | να συμφιλιωθείς | να συμφιλιωθείτε | ||
να συμφιλιώσει | να συμφιλιώσουν(ε) | να συμφιλιωθεί | να συμφιλιωθούν(ε) | ||
Perf | |||||
να έχεις συμφιλιώσει να έχεις συμφιλιωμένο | να έχετε συμφιλιώσει να έχετε συμφιλιωμένο | να έχεις συμφιλιωθεί να είσαι συμφιλιωμένος, -η | να έχετε συμφιλιωθεί να είστε συμφιλιωμένοι, -ες | ||
να έχει συμφιλιώσει να έχει συμφιλιωμένο | να έχουν συμφιλιώσει να έχουν συμφιλιωμένο | να έχει συμφιλιωθεί | να έχουν συμφιλιωθεί | ||
Imper ativ | Pres | συμφιλίωνε | συμφιλιώνετε | συμφιλιώνεστε | |
Aorist | συμφιλίωσε | συμφιλιώστε, συμφιλιώσετε | συμφιλιώσου | συμφιλιωθείτε | |
Part izip | Pres | συμφιλιώνοντας | |||
Perf | έχοντας συμφιλιώσει, | συμφιλιωμένος, -η, -ο | συμφιλιωμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συμφιλιώσει | συμφιλιωθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.