συναγωνίζομαι Verb (0) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich würde gern mitkämpfen, aber Dad erlaubt es nicht. | Θα πήγαινα, αλλά δεν με αφήνει ο μπαμπάς. Übersetzung nicht bestätigt |
Sheriff. Hören Sie, lassen Sie mich mitkämpfen, ich habe keine Angst. | Ασε με να πολεμήσω μαζί σου. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich werde vorne mit dabei sein, aber nicht mitkämpfen. | Ελπίζω να είμαι στα έμπροσθεν, αν όχι στο πεδίο μάχης. Übersetzung nicht bestätigt |
Ich habe Befehl, Sie nicht mitkämpfen zu lassen. Aber... wollen Sie eine Kolonne beraten? | Έχω εντολές να μην σας επιτραπει να πατε στη μάχη ... αλλά θα συμβουλεύατε ι μία στήλη; Übersetzung nicht bestätigt |
Chris, kann ich mitkämpfen? | Μπορώ να παλέμισω μαζί σας; Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | συναγωνίζομαι | συναγωνιζόμαστε |
συναγωνίζεσαι | συναγωνίζεστε, συναγωνιζόσαστε | ||
συναγωνίζεται | συναγωνίζονται | ||
Imper fekt | συναγωνιζόμουν(α) | συναγωνιζόμαστε, συναγωνιζόμασταν | |
συναγωνιζόσουν(α) | συναγωνιζόσαστε, συναγωνιζόσασταν | ||
συναγωνιζόταν(ε) | συναγωνίζονταν, συναγωνιζόντανε, συναγωνιζόντουσαν | ||
Aorist | συναγωνίστηκα | συναγωνιστήκαμε | |
συναγωνίστηκες | συναγωνιστήκατε | ||
συναγωνίστηκε | συναγωνίστηκαν, συναγωνιστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω συναγωνιστεί | έχουμε συναγωνιστεί | |
έχεις συναγωνιστεί | έχετε συναγωνιστεί | ||
έχει συναγωνιστεί | έχουν συναγωνιστεί | ||
Plu per fekt | είχα συναγωνιστεί | είχαμε συναγωνιστεί | |
είχες συναγωνιστεί | είχατε συναγωνιστεί | ||
είχε συναγωνιστεί | είχαν συναγωνιστεί | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα συναγωνίζομαι | θα συναγωνιζόμαστε | |
θα συναγωνίζεσαι | θα συναγωνίζεστε, θα συναγωνιζόσαστε | ||
θα συναγωνίζεται | θα συναγωνίζονται | ||
Fut ur | θα συναγωνιστώ | θα συναγωνιστούμε | |
θα συναγωνιστείς | θα συναγωνιστείτε | ||
θα συναγωνιστεί | θα συναγωνιστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω συναγωνιστεί | θα έχουμε συναγωνιστεί | |
θα έχεις συναγωνιστεί | θα έχετε συναγωνιστεί | ||
θα έχει συναγωνιστεί | θα έχουν συναγωνιστεί | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συναγωνίζομαι | να συναγωνιζόμαστε |
να συναγωνίζεσαι | να συναγωνίζεστε, να συναγωνιζόσαστε | ||
να συναγωνίζεται | να συναγωνίζονται | ||
Aorist | να συναγωνιστώ | να συναγωνιστούμε | |
να συναγωνιστείς | να συναγωνιστείτε | ||
να συναγωνιστεί | να συναγωνιστούν(ε) | ||
Perf | να έχω συναγωνιστεί | να έχουμε συναγωνιστεί | |
να έχεις συναγωνιστεί | να έχετε συναγωνιστεί | ||
να έχει συναγωνιστεί | να έχουν συναγωνιστεί | ||
Imper ativ | Pres | συναγωνίζεστε | |
Aorist | συναγωνίσου | συναγωνιστείτε | |
Part izip | Pres | ||
Perf | |||
Infin | Aorist | συναγωνιστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.