ελπίζω Verb (471) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Das will ich jedenfalls hoffen! | Αυτό τουλάχιστον ελπίζω Übersetzung bestätigt |
Auch bleibt zu hoffen, daß aus den Leitungen irgendwann einmal warmes Wasser kommt, denn seit Beginn dieser neuen Amtszeit hatten wir bisher überhaupt noch keines. | Έπειτα, θα ήθελα ακόμη να ελπίζω ότι τελικά θα τρέχει και ζεστό νερό από τις βρύσες, κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει δει αυτό το νέο Κοινοβούλιο στη διάρκεια της θητείας του. Übersetzung bestätigt |
Wir haben in Kairo noch einige letzte Änderungen am Text vorgenommen, die den geäußerten Standpunkt unterstützen, und hoffen, daß Europa helfen kann, die verschwundenen Gelder wieder aufzufinden und den eigentlichen Empfängern zuzuleiten. | Στο Κάιρο κάναμε ορισμένες αλλαγές της τελευταίας στιγμής στο κείμενο ενισχύοντας τις εκπεφρασμένες απόψεις, και ελπίζω πως η Ευρώπη θα μπορέσει να βοηθήσει στον εντοπισμό μέρος αυτών των χρημάτων και στην επιστροφή τους όπου ανήκουν. Übersetzung bestätigt |
Ich bin der Meinung, daß der Kompromiß, den wir mit den Christdemokraten geschlossen haben, tragfähig und praktikabel ist, und wir hoffen, daß wir hier auf Unterstützung stoßen. | Νομίζω ότι ο συμβιβασμός στον οποίο καταλήξαμε με τους Χριστιανοδημοκράτες είναι βιώσιμος και πραγματοποιήσιμος, και ελπίζω ότι θα βρει υποστηρικτές ανάμεσά μας. Übersetzung bestätigt |
Schließlich bleibt zu hoffen, daß Ihre lobenswerte Absicht, die Kommunikation und die Übersetzungsdienste zu entwickeln, um die Sprachbarrieren zu beseitigen, die den erhofften Synergieeffekten zwischen den Arbeiten unserer Forscher im Wege stehen, nicht als Vorwand dient, um eine der Unionssprachen, deren Expansionsdrang hier weniger noch als anderswo als neutral bewertet werden kann, auf Kosten der anderen zusätzlich zu fördern. | Αποτολμώ τέλος να ελπίζω ότι η αξιέπαινη μέριμνά σας να αναπτύξετε την επικοινωνία και τις μεταφραστικές υπηρεσίες για την κατάργηση των γλωσσικών φραγμών κατά την επιθυμητή συνέργεια των εργασιών των αντίστοιχων ερευνητών μας δεν υποκρύπτει μια πρόσθετη προσπάθεια προώθησης μίας από τις γλώσσες της Ένωσης εις βάρος των υπολοίπων, μίας γλώσσας ο ιμπεριαλισμός της οποίας δεν θα πρέπει να είναι εδώ λιγότερο ουδέτερος από ό,τι αλλού. Übersetzung bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
hoffentlich |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | hoffe | ||
du | hoffst | |||
er, sie, es | hofft | |||
Präteritum | ich | hoffte | ||
Konjunktiv II | ich | hoffte | ||
Imperativ | Singular | hoff! hoffe! | ||
Plural | hofft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
gehofft | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:hoffen |
Aktiv | |||
---|---|---|---|
Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | ελπίζω | ελπίζουμε, ελπίζομε |
ελπίζεις | ελπίζετε | ||
ελπίζει | ελπίζουν(ε) | ||
Imper fekt | έλπιζα, ήλπιζα | ελπίζαμε, ηλπίζαμε | |
έλπιζες, ήλπιζες | ελπίζατε, ηλπίζατε | ||
έλπιζε, ήλπιζε | έλπιζαν, ήλπιζαν, ελπίζαν(ε), ηλπίζαν(ε) | ||
Aorist | έλπισα, ήλπισα | ελπίσαμε, ηλπίσαμε | |
έλπισες, ήλπισες | ελπίσατε, ηλπίσατε | ||
έλπισε, ήλπισε | έλπισαν, ήλπισαν, ελπίσαν(ε), ηλπίσαν(ε) | ||
Per fekt | έχω ελπίσει | έχουμε ελπίσει | |
έχεις ελπίσει | έχετε ελπίσει | ||
έχει ελπίσει | έχουν ελπίσει | ||
Plu per fekt | είχα ελπίσει | είχαμε ελπίσει | |
είχες ελπίσει | είχατε ελπίσει | ||
είχε ελπίσει | είχαν ελπίσει | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα ελπίζω | θα ελπίζουμε, | |
θα ελπίζεις | θα ελπίζετε | ||
θα ελπίζει | θα ελπίζουν(ε) | ||
Fut ur | θα ελπίσω | θα ελπίσουμε, | |
θα ελπίσεις | θα ελπίσετε | ||
θα ελπίσει | θα ελπίσουν(ε) | ||
Fut ur II | |||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να ελπίζω | να ελπίζουμε, |
να ελπίζεις | να ελπίζετε | ||
να ελπίζει | να ελπίζουν(ε) | ||
Aorist | να ελπίσω | να ελπίσουμε, | |
να ελπίσεις | να ελπίσετε | ||
να ελπίσει | να ελπίσουν(ε) | ||
Perf | να έχω ελπίσει | να έχουμε ελπίσει | |
να έχεις ελπίσει | να έχετε ελπίσει | ||
να έχει ελπίσει | να έχουν ελπίσει | ||
Imper ativ | Pres | έλπιζε | ελπίζετε |
Aorist | έλπισε | ελπίσετε | |
Part izip | Pres | ελπίζοντας | |
Perf | έχοντας ελπίσει | ||
Infin | Aorist | ελπίσει |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.