hineindrücken
 

βυθίζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Und konnte er das? Um das abzustellen, müssen Sie den Knopf hineindrücken, Inspektor.Ο τροπος για να το κλεισεις αυτο, ειναι να πατησεις εκεινο το κουμπι, Επιθεωρητα.

Übersetzung nicht bestätigt

Um das abzustellen, müssen Sie den Knopf hineindrücken, Inspektor.Ποιά γεγονότα;

Übersetzung nicht bestätigt

Könnten Sie dann auch "Kümmere dich um deinen eigenen Scheiß" auf die Torte schreiben lassen und ihr Gesicht mit voller Kraft hineindrücken, damit es die Message nochmal verdeutlicht?Μπορείς, επίσης, να τους βάλεις να γράψουν, "Κοίταξε την δουλειά σου", στην κρέμα, και μετά να βυθίσεις το κεφάλι σου μέσα της, ώστε να το πάρεις το μήνυμα;

Übersetzung nicht bestätigt

Den Stempel bei aufrecht gehaltener Spritze so weit hineindrücken, bis keine Luft mehr in der Spritze ist.Κρατήστε τη σύριγγα σε όρθια θέση και σπρώξτε το έμβολο μέχρι να αφαιρεθεί πλήρως ο αέρας από τη σύριγγα.

Übersetzung bestätigt

Führen Sie die Injektion durch, indem Sie den Druckknopf ganz hineindrücken bis 0 in der Dosisanzeige erscheint.Χορηγήστε τη δόση πατώντας το έμβολο τελείως προς τα μέσα, μέχρις ότου ο επιλογέας δόσης να φτάσει στο 0.

Übersetzung bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
βυθίζωβυθίζουμε, βυθίζομεβυθίζομαιβυθιζόμαστε
βυθίζειςβυθίζετεβυθίζεσαιβυθίζεστε, βυθιζόσαστε
βυθίζειβυθίζουν(ε)βυθίζεταιβυθίζονται
Imper
fekt
βύθιζαβυθίζαμεβυθιζόμουν(α)βυθιζόμαστε, βυθιζόμασταν
βύθιζεςβυθίζατεβυθιζόσουν(α)βυθιζόσαστε, βυθιζόσασταν
βύθιζεβύθιζαν, βυθίζαν(ε)βυθιζόταν(ε)βυθίζονταν, βυθιζόντανε, βυθιζόντουσαν
Aoristβύθισαβυθίσαμεβυθίστηκαβυθιστήκαμε
βύθισεςβυθίσατεβυθίστηκεςβυθιστήκατε
βύθισεβύθισαν, βυθίσαν(ε)βυθίστηκεβυθίστηκαν, βυθιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω βυθίσει
έχω βυθισμένο
έχουμε βυθίσει
έχουμε βυθισμένο
έχω βυθιστεί
είμαι βυθισμένος, -η
έχουμε βυθιστεί
είμαστε βυθισμένοι, -ες
έχεις βυθίσει
έχεις βυθισμένο
έχετε βυθίσει
έχετε βυθισμένο
έχεις βυθιστεί
είσαι βυθισμένος, -η
έχετε βυθιστεί
είστε βυθισμένοι, -ες
έχει βυθίσει
έχει βυθισμένο
έχουν βυθίσει
έχουν βυθισμένο
έχει βυθιστεί
είναι βυθισμένος, -η, -ο
έχουν βυθιστεί
είναι βυθισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα βυθίσει
είχα βυθισμένο
είχαμε βυθίσει
είχαμε βυθισμένο
είχα βυθιστεί
ήμουν βυθισμένος, -η
είχαμε βυθιστεί
ήμαστε βυθισμένοι, -ες
είχες βυθίσει
είχες βυθισμένο
είχατε βυθίσει
είχατε βυθισμένο
είχες βυθιστεί
ήσουν βυθισμένος, -η
είχατε βυθιστεί
ήσαστε βυθισμένοι, -ες
είχε βυθίσει
είχε βυθισμένο
είχαν βυθίσει
είχαν βυθισμένο
είχε βυθιστεί
ήταν βυθισμένος, -η, -ο
είχαν βυθιστεί
ήταν βυθισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα βυθίζωθα βυθίζουμε, θα βυθίζομεθα βυθίζομαιθα βυθιζόμαστε
θα βυθίζειςθα βυθίζετεθα βυθίζεσαιθα βυθίζεστε, θα βυθιζόσαστε
θα βυθίζειθα βυθίζουν(ε)θα βυθίζεταιθα βυθίζονται
Fut
ur
θα βυθίσωθα βυθίσουμε, θα βυθίζομεθα βυθιστώθα βυθιστούμε
θα βυθίσειςθα βυθίσετεθα βυθιστείςθα βυθιστείτε
θα βυθίσειθα βυθίσουν(ε)θα βυθιστείθα βυθιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω βυθίσει
θα έχω βυθισμένο
θα έχουμε βυθίσει
θα έχουμε βυθισμένο
θα έχω βυθιστεί
θα είμαι βυθισμένος, -η
θα έχουμε βυθιστεί
θα είμαστε βυθισμένοι, -ες
θα έχεις βυθίσει
θα έχεις βυθισμένο
θα έχετε βυθίσει
θα έχετε βυθισμένο
θα έχεις βυθιστεί
θα είσαι βυθισμένος, -η
θα έχετε βυθιστεί
θα είστε βυθισμένοι, -ες
θα έχει βυθίσει
θα έχει βυθισμένο
θα έχουν βυθίσει
θα έχουν βυθισμένο
θα έχει βυθιστεί
θα είναι βυθισμένος, -η, -ο
θα έχουν βυθιστεί
θα είναι βυθισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να βυθίζωνα βυθίζουμε, να βυθίζομενα βυθίζομαινα βυθιζόμαστε
να βυθίζειςνα βυθίζετενα βυθίζεσαινα βυθίζεστε, να βυθιζόσαστε
να βυθίζεινα βυθίζουν(ε)να βυθίζεταινα βυθίζονται
Aoristνα βυθίσωνα βυθίσουμε, να βυθίσομενα βυθιστώνα βυθιστούμε
να βυθίσειςνα βυθίσετενα βυθιστείςνα βυθιστείτε
να βυθίσεινα βυθίσουν(ε)να βυθιστείνα βυθιστούν(ε)
Perfνα έχω βυθίσει
να έχω βυθισμένο
να έχουμε βυθίσει
να έχουμε βυθισμένο
να έχω βυθιστεί
να είμαι βυθισμένος, -η
να έχουμε βυθιστεί
να είμαστε βυθισμένοι, -ες
να έχεις βυθίσει
να έχεις βυθισμένο
να έχετε βυθίσει
να έχετε βυθισμένο
να έχεις βυθιστεί
να είσαι βυθισμένος, -η
να έχετε βυθιστεί
να είστε βυθισμένοι, -ες
να έχει βυθίσει
να έχει βυθισμένο
να έχουν βυθίσει
να έχουν βυθισμένο
να έχει βυθιστεί
να είναι βυθισμένος, -η, -ο
να έχουν βυθιστεί
να είναι βυθισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presβύθιζεβυθίζετεβυθίζεστε
Aoristβύθισεβυθίστεβυθίσουβυθιστείτε
Part
izip
Presβυθίζονταςβυθιζόμενος
Perfέχοντας βυθίσει, έχοντας βυθισμένοβυθισμένος, -η, -οβυθισμένοι, -ες, -α
InfinAoristβυθίσειβυθιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback