βοηθώ Verb (122) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Da die Zeit knapp ist, möchte ich nicht die Sprache wechseln, sondern vor allem Frau McGuinness und Frau Panayotopoulos-Cassiotou sagen, dass es mir gelingt, bei den 70 % der Anfragen, die außerhalb meines Mandats liegen, zu 70 % zu helfen. | Λόγω της πίεσης χρόνου, επιτρέψτε μου να μην αλλάξω γλώσσα, αλλά πρώτα από όλα να πω στην κ. McGuinness καθώς και στην κ. Παναγιωτοπούλου-Κασσιώτου ότι καταφέρνω να βοηθώ το 70% του 70% που είναι εκτός της εντολής μου. Übersetzung bestätigt |
Ich werde es wieder sagen, nachdem ich viele Jahre Latein studiert habe, ich bin mit der Bedeutung des Wortes, welche positiv ist, sehr vertraut; es bedeutet "helfen". | Θα το επαναλάβω, έχοντας σπουδάσει Λατινικά για πολλά χρόνια, είμαι πολύ εξοικειωμένος με την έννοια της λέξης, η οποία είναι θετική. Σημαίνει "βοηθώ". Übersetzung bestätigt |
Wenn ich einem Menschen helfen kann, dann helfe ich der größtmöglichen Einheit: der ganzen Welt eines Menschen. | Αν καταφέρω να βοηθήσω έστω και ένα άτομο, θα είναι σαν να βοηθώ τη μεγαλύτερη δυνατή μονάδα: ολόκληρο τον κόσμο ενός ατόμου. Übersetzung bestätigt |
Allerdings helfen solche Vergleiche uns und besonders mir beim Entwurf von Humor nicht weiter. | Για εμάς και για μένα, το να βοηθώ στο σχεδιασμό του χιούμορ, δεν έχει νόημα να συγκρίνω το ένα με το άλλο. Übersetzung nicht bestätigt |
In den 70er Jahren begann ich, einer Familie in der Wüste Karoo dabei zu helfen, die Wüste, wie rechts zu sehen, wieder in Grasland zu verwandeln. Glücklicherweise bewirtschaften nun deren Enkelkinder das Land und haben Hoffnung für die Zukunft. | Άρχισα να βοηθώ μια οικογένεια στην Έρημο Καρού τη δεκαετία του '70 να μετατρέψει την έρημο που βλέπετε εκεί στα δεξιά ξανά σε χορτολιβαδική γη και, ευτυχώς, τώρα τα εγγόνια τους βρίσκονται εκεί με ελπίδα για το μέλλον. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
Noch keine deutschen Synonyme. |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | helfe | ||
du | hilfst | |||
er, sie, es | hilft | |||
Präteritum | ich | half | ||
Konjunktiv II | ich | hülfe hälfe | ||
Imperativ | Singular | hilf! | ||
Plural | helft! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
geholfen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:helfen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | βοηθάω, βοηθώ | βοηθάμε, βοηθούμε | βοηθιέμαι | βοηθιόμαστε |
βοηθείς, βοηθάς | βοηθάτε | βοηθιέσαι | βοηθιέστε, βοηθιόσαστε | ||
βοηθεί, βοηθάει, βοηθά | βοηθάν(ε), βοηθούν(ε) | βοηθιέται | βοηθιούνται, βοηθιόνται | ||
Imper fekt | βοηθούσα, βοήθαγα | βοηθούσαμε, βοηθάγαμε | βοηθιόμουν(α) | βοηθιόμαστε, βοηθιόμασταν | |
βοηθούσες, βοήθαγες | βοηθούσατε, βοηθάγατε | βοηθιόσουν(α) | βοηθιόσαστε, βοηθιόσασταν | ||
βοηθούσε, βοήθαγε | βοηθούσαν(ε), βοήθαγαν, βοηθάγανε | βοηθιόταν(ε) | βοηθιόνταν(ε), βοηθιούνταν, βοηθιόντουσαν | ||
Aorist | βοήθησα, βόηθησα | βοηθήσαμε | βοηθήθηκα | βοηθηθήκαμε | |
βοήθησες, βόηθησες | βοηθήσατε | βοηθήθηκες | βοηθηθήκατε | ||
βοήθησε, βόηθησε | βοήθησαν, βόηθησαν, βοηθήσαν(ε) | βοηθήθηκε | βοηθήθηκαν, βοηθηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | |||||
Fut ur | |||||
θα βοηθήσεις | θα βοηθήσετε | θα βοηθηθείς | θα βοηθηθείτε | ||
θα βοηθήσει | θα βοηθήσουνε | θα βοηθηθεί | θα βοηθηθούνε | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να βοηθάω, να βοηθώ | να βοηθάμε, να βοηθούμε | να βοηθιέμαι | να βοηθιόμαστε |
να βοηθάς | να βοηθάτε | να βοηθιέσαι | να βοηθιέστε | ||
να βοηθάει, να βοηθά | να βοηθάνε, να βοηθούνε | να βοηθιέται | να βοηθιούνται, να βοηθιόνται | ||
Aorist | να βοηθήσω | να βοηθήσουμε, να βοηθήσομε | να βοηθηθώ | να βοηθηθούμε | |
να βοηθήσεις | να βοηθήσετε | να βοηθηθείς | να βοηθηθείτε | ||
να βοηθήσει | να βοηθήσουν | να βοηθηθεί | να βοηθηθούνε | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | βοήθα, βοήθαγε | βοηθάτε | βοηθιέστε | |
Aorist | βοήθησε, βοήθα | βοηθήστε | βοηθήσου | βοηθηθείτε | |
Part izip | Pres | βοηθώντας | |||
Perf | έχοντας βοηθήσει, έχοντας βοηθημένο | βοηθημένος, -η, -ο | βοηθημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | βοηθήσει | βοηθηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.