fotografieren
 Verb

φωτογραφίζω Verb
(13)
DeutschGriechisch
Irgendwann begriff ich, dass meine Mission "Schwule" zu fotografieren in sich fehlerhaft war, denn es gab eine Million verschiedener Schattierungen von schwul.Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι η αποστολή μου να φωτογραφίζω "γκέι" ήταν εγγενώς λανθασμένη, επειδή υπήρχαν ένα εκατομμύριο διαφορετικές αποχρώσεις των γκέι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich liebe es, zu jeder Gelegenheit ein anderes farbenfrohes, verrücktes Outfit zu finden, zu tragen, und in letzter Zeit auch zu fotografieren und zu bloggen.Λατρεύω να βρίσκω, να φορώ, και πιο πρόσφατα, να φωτογραφίζω και να γράφω σε μπλογκ για διαφορετικά, πολύχρωμα, τρελά ρούχα για κάθε ξεχωριστή περίπτωση.

Übersetzung nicht bestätigt

Mein Hobby ist es, Wildblumen zu fotografieren.Το χόμπι μου είναι αυτό, να φωτογραφίζω αγριολούλουδα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
φωτογραφίζωφωτογραφίζουμε, φωτογραφίζομεφωτογραφίζομαιφωτογραφιζόμαστε
φωτογραφίζειςφωτογραφίζετεφωτογραφίζεσαιφωτογραφίζεστε, φωτογραφιζόσαστε
φωτογραφίζειφωτογραφίζουν(ε)φωτογραφίζεταιφωτογραφίζονται
Imper
fekt
φωτογράφιζαφωτογραφίζαμεφωτογραφιζόμουν(α)φωτογραφιζόμαστε, φωτογραφιζόμασταν
φωτογράφιζεςφωτογραφίζατεφωτογραφιζόσουν(α)φωτογραφιζόσαστε, φωτογραφιζόσασταν
φωτογράφιζεφωτογράφιζαν, φωτογραφίζαν(ε)φωτογραφιζόταν(ε)φωτογραφίζονταν, φωτογραφιζόντανε, φωτογραφιζόντουσαν
Aoristφωτογράφισαφωτογραφίσαμεφωτογραφήθηκαφωτογραφηθήκαμε
φωτογράφισεςφωτογραφίσατεφωτογραφήθηκεςφωτογραφηθήκατε
φωτογράφισεφωτογράφισαν, φωτογραφίσαν(ε)φωτογραφήθηκεφωτογραφήθηκαν, φωτογραφηθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω φωτογραφίσει
έχω φωτογραφημένο
έχουμε φωτογραφίσει
έχουμε φωτογραφημένο
έχω φωτογραφηθεί
είμαι φωτογραφημένος, -η
έχουμε φωτογραφηθεί
είμαστε φωτογραφημένοι, -ες
έχεις φωτογραφίσει
έχεις φωτογραφημένο
έχετε φωτογραφίσει
έχετε φωτογραφημένο
έχεις φωτογραφηθεί
είσαι φωτογραφημένος, -η
έχετε φωτογραφηθεί
είστε φωτογραφημένοι, -ες
έχει φωτογραφίσει
έχει φωτογραφημένο
έχουν φωτογραφίσει
έχουν φωτογραφημένο
έχει φωτογραφηθεί
είναι φωτογραφημένος, -η, -ο
έχουν φωτογραφηθεί
είναι φωτογραφημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα φωτογραφίσει
είχα φωτογραφημένο
είχαμε φωτογραφίσει
είχαμε φωτογραφημένο
είχα φωτογραφηθεί
ήμουν φωτογραφημένος, -η
είχαμε φωτογραφηθεί
ήμαστε φωτογραφημένοι, -ες
είχες φωτογραφίσει
είχες φωτογραφημένο
είχατε φωτογραφίσει
είχατε φωτογραφημένο
είχες φωτογραφηθεί
ήσουν φωτογραφημένος, -η
είχατε φωτογραφηθεί
ήσαστε φωτογραφημένοι, -ες
είχε φωτογραφίσει
είχε φωτογραφημένο
είχαν φωτογραφίσει
είχαν φωτογραφημένο
είχε φωτογραφηθεί
ήταν φωτογραφημένος, -η, -ο
είχαν φωτογραφηθεί
ήταν φωτογραφημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα φωτογραφίζωθα φωτογραφίζουμε, θα φωτογραφίζομεθα φωτογραφίζομαιθα φωτογραφιζόμαστε
θα φωτογραφίζειςθα φωτογραφίζετεθα φωτογραφίζεσαιθα φωτογραφίζεστε, θα φωτογραφιζόσαστε
θα φωτογραφίζειθα φωτογραφίζουν(ε)θα φωτογραφίζεταιθα φωτογραφίζονται
Fut
ur
θα φωτογραφίσωθα φωτογραφίσουμε, θα φωτογραφίζομεθα φωτογραφηθώθα φωτογραφηθούμε
θα φωτογραφίσειςθα φωτογραφίσετεθα φωτογραφηθείςθα φωτογραφηθείτε
θα φωτογραφίσειθα φωτογραφίσουν(ε)θα φωτογραφηθείθα φωτογραφηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω φωτογραφίσει
θα έχω φωτογραφημένο
θα έχουμε φωτογραφίσει
θα έχουμε φωτογραφημένο
θα έχω φωτογραφηθεί
θα είμαι φωτογραφημένος, -η
θα έχουμε φωτογραφηθεί
θα είμαστε φωτογραφημένοι, -ες
θα έχεις φωτογραφίσει
θα έχεις φωτογραφημένο
θα έχετε φωτογραφίσει
θα έχετε φωτογραφημένο
θα έχεις φωτογραφηθεί
θα είσαι φωτογραφημένος, -η
θα έχετε φωτογραφηθεί
θα είστε φωτογραφημένοι, -ες
θα έχει φωτογραφίσει
θα έχει φωτογραφημένο
θα έχουν φωτογραφίσει
θα έχουν φωτογραφημένο
θα έχει φωτογραφηθεί
θα είναι φωτογραφημένος, -η, -ο
θα έχουν φωτογραφηθεί
θα είναι φωτογραφημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να φωτογραφίζωνα φωτογραφίζουμε, να φωτογραφίζομενα φωτογραφίζομαινα φωτογραφιζόμαστε
να φωτογραφίζειςνα φωτογραφίζετενα φωτογραφίζεσαινα φωτογραφίζεστε, να φωτογραφιζόσαστε
να φωτογραφίζεινα φωτογραφίζουν(ε)να φωτογραφίζεταινα φωτογραφίζονται
Aoristνα φωτογραφίσωνα φωτογραφίσουμε, να φωτογραφίσομενα φωτογραφηθώνα φωτογραφηθούμε
να φωτογραφίσειςνα φωτογραφίσετενα φωτογραφηθείςνα φωτογραφηθείτε
να φωτογραφίσεινα φωτογραφίσουν(ε)να φωτογραφηθείνα φωτογραφηθούν(ε)
Perfνα έχω φωτογραφίσει
να έχω φωτογραφημένο
να έχουμε φωτογραφίσει
να έχουμε φωτογραφημένο
να έχω φωτογραφηθεί
να είμαι φωτογραφημένος, -η
να έχουμε φωτογραφηθεί
να είμαστε φωτογραφημένοι, -ες
να έχεις φωτογραφίσει
να έχεις φωτογραφημένο
να έχετε φωτογραφίσει
να έχετε φωτογραφημένο
να έχεις φωτογραφηθεί
να είσαι φωτογραφημένος, -η
να έχετε φωτογραφηθεί
να είστε φωτογραφημένοι, -ες
να έχει φωτογραφίσει
να έχει φωτογραφημένο
να έχουν φωτογραφίσει
να έχουν φωτογραφημένο
να έχει φωτογραφηθεί
να είναι φωτογραφημένος, -η, -ο
να έχουν φωτογραφηθεί
να είναι φωτογραφημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presφωτογράφιζεφωτογραφίζετεφωτογραφίζεστε
Aoristφωτογράφισεφωτογραφίστεφωτογραφήσουφωτογραφηθείτε
Part
izip
Presφωτογραφίζονταςφωτογραφιζόμενος
Perfέχοντας φωτογραφίσει, έχοντας φωτογραφημένοφωτογραφημένος, -η, -οφωτογραφημένοι, -ες, -α
InfinAoristφωτογραφίσειφωτογραφηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback