erzielen
 Verb

επιτυγχάνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Als Erstes versuchen wir, eine Einigung zu erzielen.Πρώτα πρέπει να καταλήξετε σε συμβιβασμό.

Übersetzung nicht bestätigt

Für diese Restaurierung verwendeten Sony und das Filmund Fernseharchiv der UCLA moderne Labormethoden und Digitaltechnik, um die beste Qualität zu erzielen.Για την αποκατασταση, η Σονι Pictures Entertainment... Το πανεπ. UCLΑ και το Τηλ.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich werde weder Ihre noch meine wertvolle Zeit damit verschwenden, zu versuchen, die Hälfte des Wertes dieser Puppe zu erzielen.Δε θα σπαταλήσω το χρόνο σας ζητώντας τα μισά απ΄ ότι αξίζει.

Übersetzung nicht bestätigt

Um bei einer so heiklen Arbeit positive Resultate zu erzielen, dazu braucht es einen Mann mit Verantwortungsgefühl.Μια τέτοια λεπτή εργασία απαιτεί έναν άνθρωπο ευθύνης.

Übersetzung nicht bestätigt

Vielleicht werden wir nie die richtige Mischung finden, um die gewünschten Effekte zu erzielen.Από μαθηματική άποψη, ίσως ποτέ δεν μπορέσουμε να βρούμε το σωστό συνδυασμό ή τις ακριβείς αναλογίες, για να παράγουμε την επίδραση για την οποία μιλάτε. Θα ήταν ένα θαύμα.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
erzielen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
επιτυγχάνω, petuxaino">πετυχαίνωεπιτυγχάνουμε, πετυχαίνουμεεπιτυγχάνομαιεπιτυγχανόμαστε
επιτυγχάνεις, πετυχαίνειςεπιτυγχάνετε, πετυχαίνετεεπιτυγχάνεσαιεπιτυγχάνεστε
επιτυγχάνει, πετυχαίνειεπιτυγχάνουν(ε), πετυχαίνουν(ε)επιτυγχάνεταιεπιτυγχάνονται
Imper
fekt
επιτύγχανα, πετύχαιναεπιτυγχάναμε, πετυχαίναμε
επιτύγχανες, πετύχαινεςεπιτυγχάνατε, πετυχαίνατε
επιτύγχανε, πετύχαινεεπιτυγχάναν, πετύχαιναν, πετυχαίναν(ε)(επιτυγχανόταν)(επιτυγχάνονταν)
Aoristεπέτυχα, πέτυχαπετύχαμε, πετύχαμεεπιτεύχθηκαεπιτευχθήκαμε
επέτυχες, πέτυχεςπετύχατε, πετύχατεεπιτεύχθηκεςεπιτευχθήκατε
επέτυχε, πέτυχεεπέτυχαν, πέτυχαν, πετύχαν(ε)επιτεύχθηκεεπιτεύχθηκαν, επιτευχθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω επιτύχει
έχω πετύχει
έχουμε επιτύχει
έχουμε πετύχει
έχω επιτευχθείέχουμε επιτευχθεί
έχεις επιτύχει
έχεις πετύχει
έχετε επιτύχει
έχετε πετύχει
έχεις επιτευχθείέχετε επιτευχθεί
έχει επιτύχει
έχει πετύχει
έχουν επιτύχει
έχουν πετύχει
έχει επιτευχθείέχουν επιτευχθεί
Plu
per
fekt
είχα επιτύχει
είχα πετύχει
είχαμε επιτύχει
είχαμε πετύχει
είχα επιτευχθείείχαμε επιτευχθεί
είχες επιτύχει
είχες πετύχει
είχατε επιτύχει
είχατε πετύχει
είχες επιτευχθείείχατε επιτευχθεί
είχε επιτύχει
είχε πετύχει
είχαν επιτύχει
είχαν πετύχει
είχε επιτευχθείείχαν επιτευχθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα επιτυγχάνω, θα πετυχαίνωθα επιτυγχάνουμε, θα πετυχαίνουμεθα επιτυγχάνομαιθα επιτυγχανόμαστε
θα επιτυγχάνεις, θα πετυχαίνειςθα επιτυγχάνετε, θα πετυχαίνετεθα επιτυγχάνεσαιθα επιτυγχάνεστε
θα επιτυγχάνει, θα πετυχαίνειθα επιτυγχάνουν(ε), θα πετυχαίνουν(ε)θα επιτυγχάνεταιθα επιτυγχάνονται
Fut
ur
θα επιτύχω, θα πετύχωθα επιτύχουμε, θα πετύχουμεθα επιτευχθώθα επιτευχθούμε
θα επιτύχεις, θα πετύχειςθα επιτύχετε, θα πετύχετεθα επιτευχθείςθα επιτευχθείτε
θα επιτύχει, θα πετύχειθα επιτύχουν(ε), θα πετύχουν(ε)θα επιτευχθείθα επιτευχθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω επιτύχει
θα έχω πετύχει
θα έχουμε επιτύχει
θα έχουμε πετύχει
θα έχω επιτευχθείθα έχουμε επιτευχθεί
θα έχεις επιτύχει
θα έχεις πετύχει
θα έχετε επιτύχει
θα έχετε πετύχει
θα έχεις επιτευχθείθα έχετε επιτευχθεί
θα έχει επιτύχει
θα έχει πετύχει
θα έχουν επιτύχει
θα έχουν πετύχει
θα έχει επιτευχθείθα έχουν επιτευχθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να επιτυγχάνω, να πετυχαίνωνα επιτυγχάνουμε, να πετυχαίνουμενα επιτυγχάνομαινα επιτυγχανόμαστε
να επιτυγχάνεις, να πετυχαίνειςνα επιτυγχάνετε, να πετυχαίνετενα επιτυγχάνεσαινα επιτυγχάνεστε
να επιτυγχάνει, να πετυχαίνεινα επιτυγχάνουν(ε), να πετυχαίνουν(ε)να επιτυγχάνεταινα επιτυγχάνονται
Aoristνα επιτύχω, να πετύχωνα επιτύχουμε, να πετύχουμενα επιτευχθώνα επιτευχθούμε
να επιτύχεις, να πετύχειςνα επιτύχετε, να πετύχετενα επιτευχθείςνα επιτευχθείτε
να επιτύχει, να πετύχεινα επιτύχουν(ε), να πετύχουν(ε)να επιτευχθείνα επιτευχθούν(ε)
Perfνα έχω επιτύχει
να έχω πετύχει
να έχουμε επιτύχει
να έχουμε πετύχει
να έχω επιτευχθείνα έχουμε επιτευχθεί
να έχεις επιτύχει
να έχεις πετύχει
να έχετε επιτύχει
να έχετε πετύχει
να έχεις επιτευχθείνα έχετε επιτευχθεί
να έχει επιτύχει
να έχει πετύχει
να έχουν επιτύχει
να έχουν πετύχει
να έχει επιτευχθείνα έχουν επιτευχθεί
Imper
ativ
Presεπιτύγχανε, πετύχαινεεπιτυγχάνετε, πετυχαίνετεεπιτυγχάνεστε
Aoristπέτυχεεπιτύχετε, πετύχετεεπιτευχθείτε
Part
izip
Presεπιτυγχάνοντας/πετυχαίνονταςεπιτυγχανόμενος
Perfέχοντας επιτύχει, έχοντας πετύχειεπιτυχημένος, -η, -οεπιτυχημένοι, -ες, -α
InfinAoristεπιτύχει, πετύχειεπιτευχθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback