erkranken
 Verb

αρρωσταίνω Verb
(0)
ασθενώ Verb
(0)
DeutschGriechisch
Die Kinder würden auch erkranken. Unmöglich. Das hätten wir erkannt.Τώρα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σου παραδοθεί.

Übersetzung nicht bestätigt

Was ist, wenn sie die Wahrheit sagen? Wenn uns die Kinder gar nicht helfen können? Wenn sie hier genauso erkranken wie wir?Πραίτορα Κάρνας... ήμασταν μόνο οι δύο μας στην συνάντηση.

Übersetzung nicht bestätigt

Sein Immunsystem ist so stark, dass er nie erkranken wird.Το ανοσοποιητικό είναι τόσο ανεπτυγμένο που μάλλον είναι άτρωτο σε ασθένειες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ken Mattingly wird ernstlich erkranken... zu einem Zeitpunkt, wo du und Haise von der Mondoberfläche aufsteigen.Ο Κεν Μάτινγκλυ θα είναι βαριά άρρωστος... ακριβώς τη μέρα που εσύ κι ο Χέιζ θα κατεβαίνετε στην επιφάνεια της σελήνης.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn ein Crewmitglied erkranken würde, würden Sie alles tun, um es zu heilen.Όταν κάποιο μέλος του πληρώματος αρρωσταίνει, κάνεις τα πάντα για να τον κάνεις καλά.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv Middle
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αρρωσταίνωαρρωσταίνουμε, αρρωσταίνομε
αρρωσταίνειςαρρωσταίνετε
αρρωσταίνειαρρωσταίνουν(ε)
Imper
fekt
αρρώσταινααρρωσταίναμε
αρρώσταινεςαρρωσταίνατε
αρρώσταινεαρρώσταιναν, αρρωσταίναν(ε)
Aoristαρρώστησααρρωστήσαμε
αρρώστησεςαρρωστήσατε
αρρώστησεαρρώστησαν, αρρωστήσαν(ε)
Per
fekt
έχω αρρωστήσει
έχω αρρωστημένο
έχουμε αρρωστήσει
έχουμε αρρωστημένο
έχεις αρρωστήσει
έχεις αρρωστημένο
έχετε αρρωστήσει
έχετε αρρωστημένο
έχει αρρωστήσει
έχει αρρωστημένο
έχουν αρρωστήσει
έχουν αρρωστημένο
Plu
per
fekt
είχα αρρωστήσει
είχα αρρωστημένο
είχαμε αρρωστήσει
είχαμε αρρωστημένο
είχες αρρωστήσει
είχες αρρωστημένο
είχατε αρρωστήσει
είχατε αρρωστημένο
είχε αρρωστήσει
είχε αρρωστημένο
είχαν αρρωστήσει
είχαν αρρωστημένο
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αρρωσταίνωθα αρρωσταίνουμε, θα αρρωσταίνομε
θα αρρωσταίνειςθα αρρωσταίνετε
θα αρρωσταίνειθα αρρωσταίνουν(ε)
Fut
ur
θα αρρωστήσωθα αρρωστήσουμε, θα αρρωστήσομε
θα αρρωστήσειςθα αρρωστήσετε
θα αρρωστήσειθα αρρωστήσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αρρωστήσει
θα έχω αρρωστημένο
θα έχουμε αρρωστήσει
θα έχουμε αρρωστημένο
θα έχεις αρρωστήσει
θα έχεις αρρωστημένο
θα έχετε αρρωστήσει
θα έχετε αρρωστημένο
θα έχει αρρωστήσει
θα έχει αρρωστημένο
θα έχουν αρρωστήσει
θα έχουν αρρωστημένο
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αρρωσταίνωνα αρρωσταίνουμε, να αρρωσταίνομε
να αρρωσταίνειςνα αρρωσταίνετε
να αρρωσταίνεινα αρρωσταίνουν(ε)
Aoristνα αρρωστήσωνα αρρωστήσουμε, να αρρωστήσομε
να αρρωστήσειςνα αρρωστήσετε
να αρρωστήσεινα αρρωστήσουν(ε)
Perfνα έχω αρρωστήσει
να έχω αρρωστημένο
να έχουμε αρρωστήσει
να έχουμε αρρωστημένο
να έχεις αρρωστήσει
να έχεις αρρωστημένο
να έχετε αρρωστήσει
να έχετε αρρωστημένο
να έχει αρρωστήσει
να έχει αρρωστημένο
να έχουν αρρωστήσει
να έχουν αρρωστημένο
Imper
ativ
Presαρρώσταινεαρρωσταίνετε
Aoristαρρώστησεαρρωστήστε
Part
izip
Presαρρωσταίνοντας
Perfέχοντας αρρωστήσει, αρρωστημένος
InfinAoristαρρωστήσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback