einschmieren
 

αλείφω Verb
(0)
DeutschGriechisch
wo sie sich ihren Rücken mit "Hexensalbe" einschmieren lassen konnten.πήγαιναν κρυφά στον μάγο... όπου η πλάτη τους θα αλειφόταν με "μαγική αλοιφή".

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden ihnen die Eingeweide herausreißen... und damit die Ketten unserer Panzer einschmieren.'Οχι μόνο θα τους σκοτώσουμε, αλλά θα τους ξεριζώσουμε τα σωθικά για να λιπάνουμε τα τανκ μας.

Übersetzung nicht bestätigt

Wir werden die Stadt mit deinem Gehirn einschmieren.Θα σου σκορπίσω τα μυαλά σ' όλη την πόλη.

Übersetzung nicht bestätigt

Schau, wie sie den Boden einschmieren.Κοίταξέ τους, χορεύουν στον αέρα.

Übersetzung nicht bestätigt

Das seh' ich. Soll ich ihn einschmieren?Να του βάλω λίγο ταλκ;

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.



AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
αλείφωαλείφουμε, αλείφομεαλείφομαιαλειφόμαστε
αλείφειςαλείφετεαλείφεσαιαλείφεστε, αλειφόσαστε
αλείφειαλείφουν(ε)αλείφεταιαλείφονται
Imper
fekt
άλειφααλείφαμεαλειφόμουν(α)αλειφόμαστε, αλειφόμασταν
άλειφεςαλείφατεαλειφόσουν(α)αλειφόσαστε, αλειφόσασταν
άλειφεάλειφαν, αλείφαν(ε)αλειφόταν(ε)αλείφονταν, αλειφόντανε, αλειφόντουσαν
Aoristάλειψααλείψαμεαλείφτηκααλειφτήκαμε
άλειψεςαλείψατεαλείφτηκεςαλειφτήκατε
άλειψεάλειψαν, αλείψαν(ε)αλείφτηκεαλείφτηκαν, αλειφτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω αλείψει
έχω αλειμμένο
έχουμε αλείψει
έχουμε αλειμμένο
έχω αλειφτεί
είμαι αλειμμένος, -η
έχουμε αλειφτεί
είμαστε αλειμμένοι, -ες
έχεις αλείψει
έχεις αλειμμένο
έχετε αλείψει
έχετε αλειμμένο
έχεις αλειφτεί
είσαι αλειμμένος, -η
έχετε αλειφτεί
είστε αλειμμένοι, -ες
έχει αλείψει
έχει αλειμμένο
έχουν αλείψει
έχουν αλειμμένο
έχει αλειφτεί
είναι αλειμμένος, -η, -ο
έχουν αλειφτεί
είναι αλειμμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα αλείψει
είχα αλειμμένο
είχαμε αλείψει
είχαμε αλειμμένο
είχα αλειφτεί
ήμουν αλειμμένος, -η
είχαμε αλειφτεί
ήμαστε αλειμμένοι, -ες
είχες αλείψει
είχες αλειμμένο
είχατε αλείψει
είχατε αλειμμένο
είχες αλειφτεί
ήσουν αλειμμένος, -η
είχατε αλειφτεί
ήσαστε αλειμμένοι, -ες
είχε αλείψει
είχε αλειμμένο
είχαν αλείψει
είχαν αλειμμένο
είχε αλειφτεί
ήταν αλειμμένος, -η, -ο
είχαν αλειφτεί
ήταν αλειμμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα αλείφωθα αλείφουμε, θα αλείφομεθα αλείφομαιθα αλειφόμαστε
θα αλείφειςθα αλείφετεθα αλείφεσαιθα αλείφεστε, θα αλειφόσαστε
θα αλείφειθα αλείφουν(ε)θα αλείφεταιθα αλείφονται
Fut
ur
θα αλείψωθα αλείψουμε, θα αλείψομεθα αλειφτώθα αλειφτούμε
θα αλείψειςθα αλείψετεθα αλειφτείςθα αλειφτείτε
θα αλείψειθα αλείψουν(ε)θα αλειφτείθα αλειφτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω αλείψει
θα έχω αλειμμένο
θα έχουμε αλείψει
θα έχουμε αλειμμένο
θα έχω αλειφτεί
θα είμαι αλειμμένος, -η
θα έχουμε αλειφτεί
θα είμαστε αλειμμένοι, -ες
θα έχεις αλείψει
θα έχεις αλειμμένο
θα έχετε αλείψει
θα έχετε αλειμμένο
θα έχεις αλειφτεί
θα είσαι αλειμμένος, -η
θα έχετε αλειφτεί
θα είστε αλειμμένοι, -ες
θα έχει αλείψει
θα έχει αλειμμένο
θα έχουν αλείψει
θα έχουν αλειμμένο
θα έχει αλειφτεί
θα είναι αλειμμένος, -η, -ο
θα έχουν αλειφτεί
θα είναι αλειμμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να αλείφωνα αλείφουμε, να αλείφομενα αλείφομαινα αλειφόμαστε
να αλείφειςνα αλείφετενα αλείφεσαινα αλείφεστε, να αλειφόσαστε
να αλείφεινα αλείφουν(ε)να αλείφεταινα αλείφονται
Aoristνα αλείψωνα αλείψουμε, να αλείψομενα αλειφτώνα αλειφτούμε
να αλείψειςνα αλείψετενα αλειφτείςνα αλειφτείτε
να αλείψεινα αλείψουν(ε)να αλειφτείνα αλειφτούν(ε)
Perfνα έχω αλείψει
να έχω αλειμμένο
να έχουμε αλείψει
να έχουμε αλειμμένο
να έχω αλειφτεί
να είμαι αλειμμένος, -η
να έχουμε αλειφτεί
να είμαστε αλειμμένοι, -ες
να έχεις αλείψει
να έχεις αλειμμένο
να έχετε αλείψει
να έχετε αλειμμένο
να έχεις αλειφτεί
να είσαι αλειμμένος, -η
να έχετε αλειφτεί
να είστε αλειμμένοι, -ες
να έχει αλείψει
να έχει αλειμμένο
να έχουν αλείψει
να έχουν αλειμμένο
να έχει αλειφτεί
να είναι αλειμμένος, -η, -ο
να έχουν αλειφτεί
να είναι αλειμμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presάλειφεαλείφετεαλείφεστε
Aoristάλειψεαλείψτε, αλείφτεαλείψουαλειφτείτε
Part
izip
Presαλείφοντας
Perfέχοντας αλείψει, έχοντας αλειμμένοαλειμμένος, -η, -οαλειμμένοι, -ες, -α
InfinAoristαλείψειαλειφτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback