auswickeln
 Verb

ξετυλίγω Verb
(0)
εκτυλίσσω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Ich soll 'ne Mumie auswickeln.Το 'πιασα, μια παλιά καραβάνα!

Übersetzung nicht bestätigt

So Streifen nach Streifen auswickeln. Was glaubst du wie das staubt bei der?Υπάρχουν άφθονες που δεν παίρνουν οποιονδήποτε.

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn Sie husten müssen und einen Bonbon wollen, schlage ich vor, dass Sie ihn bereits auswickeln, und nicht während der Vorstellung.Αν θέλετε κάτι να τσιμπήσετε προτείνουμε να το ξετυλίξτε τώρα και όχι στη διάρκεια της παράστασης.

Übersetzung nicht bestätigt

Sie müssen es auswickeln und in kleine Streifen hämmern, weniger als 1 mm dick.Θέλω να το ξετυλίξεις και να κόψεις λωρίδες, πάχους ενός χιλιοστού.

Übersetzung nicht bestätigt

Haley, Alex, ihr müsst euren Bruder auswickeln.Άλεξ, θέλω να ξετυλίξεις τον αδερφό σου.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
Noch keine deutschen Synonyme.
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ξετυλίγωξετυλίγουμε, ξετυλίγομεξετυλίγομαιξετυλιγόμαστε
ξετυλίγειςξετυλίγετεξετυλίγεσαιξετυλίγεστε, ξετυλιγόσαστε
ξετυλίγειξετυλίγουν(ε)ξετυλίγεταιξετυλίγονται
Imper
fekt
ξετύλιγαξετυλίγαμεξετυλιγόμουν(α)ξετυλιγόμαστε, ξετυλιγόμασταν
ξετύλιγεςξετυλίγατεξετυλιγόσουν(α)ξετυλιγόσαστε, ξετυλιγόσασταν
ξετύλιγεξετύλιγαν, ξετυλίγαν(ε)ξετυλιγόταν(ε)ξετυλίγονταν, ξετυλιγόντανε, ξετυλιγόντουσαν
Aoristξετύλιξαξετυλίξαμεξετυλίχτηκαξετυλιχτήκαμε
ξετύλιξεςξετυλίξατεξετυλίχτηκεςξετυλιχτήκατε
ξετύλιξεξετύλιξαν, ξετυλίξαν(ε)ξετυλίχτηκεξετυλίχτηκαν, ξετυλιχτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω ξετυλίξει
έχω ξετυλιγμένο
έχουμε ξετυλίξει
έχουμε ξετυλιγμένο
έχω ξετυλιχτεί
είμαι ξετυλιγμένος, -η
έχουμε ξετυλιχτεί
είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες
έχεις ξετυλίξει
έχεις ξετυλιγμένο
έχετε ξετυλίξει
έχετε ξετυλιγμένο
έχεις ξετυλιχτεί
είσαι ξετυλιγμένος, -η
έχετε ξετυλιχτεί
είστε ξετυλιγμένοι, -ες
έχει ξετυλίξει
έχει ξετυλιγμένο
έχουν ξετυλίξει
έχουν ξετυλιγμένο
έχει ξετυλιχτεί
είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο
έχουν ξετυλιχτεί
είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα ξετυλίξει
είχα ξετυλιγμένο
είχαμε ξετυλίξει
είχαμε ξετυλιγμένο
είχα ξετυλιχτεί
ήμουν ξετυλιγμένος, -η
είχαμε ξετυλιχτεί
ήμαστε ξετυλιγμένοι, -ες
είχες ξετυλίξει
είχες ξετυλιγμένο
είχατε ξετυλίξει
είχατε ξετυλιγμένο
είχες ξετυλιχτεί
ήσουν ξετυλιγμένος, -η
είχατε ξετυλιχτεί
ήσαστε ξετυλιγμένοι, -ες
είχε ξετυλίξει
είχε ξετυλιγμένο
είχαν ξετυλίξει
είχαν ξετυλιγμένο
είχε ξετυλιχτεί
ήταν ξετυλιγμένος, -η, -ο
είχαν ξετυλιχτεί
ήταν ξετυλιγμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ξετυλίγωθα ξετυλίγουμε, θα ξετυλίγομεθα ξετυλίγομαιθα ξετυλιγόμαστε
θα ξετυλίγειςθα ξετυλίγετεθα ξετυλίγεσαιθα ξετυλίγεστε, θα ξετυλιγόσαστε
θα ξετυλίγειθα ξετυλίγουν(ε)θα ξετυλίγεταιθα ξετυλίγονται
Fut
ur
θα ξετυλίξωθα ξετυλίξουμε, θα ξετυλίξομεθα ξετυλιχτώθα ξετυλιχτούμε
θα ξετυλίξειςθα ξετυλίξετεθα ξετυλιχτείςθα ξετυλιχτείτε
θα ξετυλίξειθα ξετυλίξουν(ε)θα ξετυλιχτείθα ξετυλιχτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ξετυλίξει
θα έχω ξετυλιγμένο
θα έχουμε ξετυλίξει
θα έχουμε ξετυλιγμένο
θα έχω ξετυλιχτεί
θα είμαι ξετυλιγμένος, -η
θα έχουμε ξετυλιχτεί
θα είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες
θα έχεις ξετυλίξει
θα έχεις ξετυλιγμένο
θα έχετε ξετυλίξει
θα έχετε ξετυλιγμένο
θα έχεις ξετυλιχτεί
θα είσαι ξετυλιγμένος, -η
θα έχετε ξετυλιχτεί
θα είστε ξετυλιγμένοι, -ες
θα έχει ξετυλίξει
θα έχει ξετυλιγμένο
θα έχουν ξετυλίξει
θα έχουν ξετυλιγμένο
θα έχει ξετυλιχτεί
θα είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο
θα έχουν ξετυλιχτεί
θα είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ξετυλίγωνα ξετυλίγουμε, να ξετυλίγομενα ξετυλίγομαινα ξετυλιγόμαστε
να ξετυλίγειςνα ξετυλίγετενα ξετυλίγεσαινα ξετυλίγεστε, να ξετυλιγόσαστε
να ξετυλίγεινα ξετυλίγουν(ε)να ξετυλίγεταινα ξετυλίγονται
Aoristνα ξετυλίξωνα ξετυλίξουμε, να ξετυλίξομενα ξετυλιχτώνα ξετυλιχτούμε
να ξετυλίξειςνα ξετυλίξετενα ξετυλιχτείςνα ξετυλιχτείτε
να ξετυλίξεινα ξετυλίξουν(ε)να ξετυλιχτείνα ξετυλιχτούν(ε)
Perfνα έχω ξετυλίξει
να έχω ξετυλιγμένο
να έχουμε ξετυλίξει
να έχουμε ξετυλιγμένο
να έχω ξετυλιχτεί
να είμαι ξετυλιγμένος, -η
να έχουμε ξετυλιχτεί
να είμαστε ξετυλιγμένοι, -ες
να έχεις ξετυλίξει
να έχεις ξετυλιγμένο
να έχετε ξετυλίξει
να έχετε ξετυλιγμένο
να έχεις ξετυλιχτεί
να είσαι ξετυλιγμένος, -η
να έχετε ξετυλιχτεί
να είστε ξετυλιγμένοι, -ες
να έχει ξετυλίξει
να έχει ξετυλιγμένο
να έχουν ξετυλίξει
να έχουν ξετυλιγμένο
να έχει ξετυλιχτεί
να είναι ξετυλιγμένος, -η, -ο
να έχουν ξετυλιχτεί
να είναι ξετυλιγμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presξετύλιγεξετυλίγετεξετυλίγεστε
Aoristξετύλιξεξετυλίξτε, ξετυλίχτεξετυλίξουξετυλιχτείτε
Part
izip
Presξετυλίγοντας
Perfέχοντας ξετυλίξει, έχοντας ξετυλιγμένοξετυλιγμένος, -η, -οξετυλιγμένοι, -ες, -α
InfinAoristξετυλίξειξετυλιχτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback