ausschütteln
 

σκορπίζω Verb
(0)
τινάζω Verb
(0)
ξετινάζω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Bestellst du Lady Anne, dass sie die Vorhänge ausschütteln kann?Αδελφέ, έχεις την καλοσύνη να πεις στη λαίδη Ανν, ότι μπορεί ν'ανοίξει τις κουρτίνες;

Übersetzung nicht bestätigt

Nur die Arme etwas ausschütteln, Liebling.Γίνομαι αφοπλιστικός, αγάπη μου.

Übersetzung nicht bestätigt

Ich muss mein Komma ausschütteln.-Εκεί.

Übersetzung nicht bestätigt

Lynn und ich hätten uns vor Lachen ausschütteln können.Η Λυν και εγώ το βρήκαμε τόσο αστείο. Λυν!

Übersetzung nicht bestätigt

Also los, ausschütteln. Alles schön auflockern.Εντάξει, χαλαρώστε όλοι.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik

Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
σκορπίζωσκορπίζουμε, σκορπίζομεσκορπίζομαισκορπιζόμαστε
σκορπίζειςσκορπίζετεσκορπίζεσαισκορπίζεστε, σκορπιζόσαστε
σκορπίζεισκορπίζουν(ε)σκορπίζεταισκορπίζονται
Imper
fekt
σκόρπιζασκορπίζαμεσκορπιζόμουν(α)σκορπιζόμαστε, σκορπιζόμασταν
σκόρπιζεςσκορπίζατεσκορπιζόσουν(α)σκορπιζόσαστε, σκορπιζόσασταν
σκόρπιζεσκόρπιζαν, σκορπίζαν(ε)σκορπιζόταν(ε)σκορπίζονταν, σκορπιζόντανε, σκορπιζόντουσαν
Aoristσκόρπισασκορπίσαμεσκορπίστηκασκορπιστήκαμε
σκόρπισεςσκορπίσατεσκορπίστηκεςσκορπιστήκατε
σκόρπισεσκόρπισαν, σκορπίσαν(ε)σκορπίστηκεσκορπίστηκαν, σκορπιστήκαν(ε)
Per
fekt
έχω σκορπίσει
έχω σκορπισμένο
έχουμε σκορπίσει
έχουμε σκορπισμένο
έχω σκορπιστεί
είμαι σκορπισμένος, -η
έχουμε σκορπιστεί
είμαστε σκορπισμένοι, -ες
έχεις σκορπίσει
έχεις σκορπισμένο
έχετε σκορπίσει
έχετε σκορπισμένο
έχεις σκορπιστεί
είσαι σκορπισμένος, -η
έχετε σκορπιστεί
είστε σκορπισμένοι, -ες
έχει σκορπίσει
έχει σκορπισμένο
έχουν σκορπίσει
έχουν σκορπισμένο
έχει σκορπιστεί
είναι σκορπισμένος, -η, -ο
έχουν σκορπιστεί
είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα σκορπίσει
είχα σκορπισμένο
είχαμε σκορπίσει
είχαμε σκορπισμένο
είχα σκορπιστεί
ήμουν σκορπισμένος, -η
είχαμε σκορπιστεί
ήμαστε σκορπισμένοι, -ες
είχες σκορπίσει
είχες σκορπισμένο
είχατε σκορπίσει
είχατε σκορπισμένο
είχες σκορπιστεί
ήσουν σκορπισμένος, -η
είχατε σκορπιστεί
ήσαστε σκορπισμένοι, -ες
είχε σκορπίσει
είχε σκορπισμένο
είχαν σκορπίσει
είχαν σκορπισμένο
είχε σκορπιστεί
ήταν σκορπισμένος, -η, -ο
είχαν σκορπιστεί
ήταν σκορπισμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα σκορπίζωθα σκορπίζουμε,
θα σκορπίζομε
θα σκορπίζομαιθα σκορπιζόμαστε
θα σκορπίζειςθα σκορπίζετεθα σκορπίζεσαιθα σκορπίζεστε,
θα σκορπιζόσαστε
θα σκορπίζειθα σκορπίζουν(ε)θα σκορπίζεταιθα σκορπίζονται
Fut
ur
θα σκορπίσωθα σκορπίσουμε,
θα σκορπίζομε
θα σκορπιστώθα σκορπιστούμε
θα σκορπίσειςθα σκορπίσετεθα σκορπιστείςθα σκορπιστείτε
θα σκορπίσειθα σκορπίσουν(ε)θα σκορπιστείθα σκορπιστούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω σκορπίσει
θα έχω σκορπισμένο
θα έχουμε σκορπίσει
θα έχουμε σκορπισμένο
θα έχω σκορπιστεί
θα είμαι σκορπισμένος, -η
θα έχουμε σκορπιστεί
θα είμαστε σκορπισμένοι, -ες
θα έχεις σκορπίσει
θα έχεις σκορπισμένο
θα έχετε σκορπίσει
θα έχετε σκορπισμένο
θα έχεις σκορπιστεί
θα είσαι σκορπισμένος, -η
θα έχετε σκορπιστεί
θα είστε σκορπισμένοι, -ες
θα έχει σκορπίσει
θα έχει σκορπισμένο
θα έχουν σκορπίσει
θα έχουν σκορπισμένο
θα έχει σκορπιστεί
θα είναι σκορπισμένος, -η, -ο
θα έχουν σκορπιστεί
θα είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να σκορπίζωνα σκορπίζουμε,
να σκορπίζομε
να σκορπίζομαινα σκορπιζόμαστε
να σκορπίζειςνα σκορπίζετενα σκορπίζεσαινα σκορπίζεστε,
να σκορπιζόσαστε
να σκορπίζεινα σκορπίζουν(ε)να σκορπίζεταινα σκορπίζονται
Aoristνα σκορπίσωνα σκορπίσουμε,
να σκορπίσομε
να σκορπιστώνα σκορπιστούμε
να σκορπίσειςνα σκορπίσετενα σκορπιστείςνα σκορπιστείτε
να σκορπίσεινα σκορπίσουν(ε)να σκορπιστείνα σκορπιστούν(ε)
Perfνα έχω σκορπίσει
να έχω σκορπισμένο
να έχουμε σκορπίσει
να έχουμε σκορπισμένο
να έχω σκορπιστεί
να είμαι σκορπισμένος, -η
να έχουμε σκορπιστεί
να είμαστε σκορπισμένοι, -ες
να έχεις σκορπίσει
να έχεις σκορπισμένο
να έχετε σκορπίσει
να έχετε σκορπισμένο
να έχεις σκορπιστεί
να είσαι σκορπισμένος, -η
να έχετε σκορπιστεί
να είστε σκορπισμένοι, -ες
να έχει σκορπίσει
να έχει σκορπισμένο
να έχουν σκορπίσει
να έχουν σκορπισμένο
να έχει σκορπιστεί
να είναι σκορπισμένος, -η, -ο
να έχουν σκορπιστεί
να είναι σκορπισμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσκόρπιζεσκορπίζετεσκορπίζεστε
Aoristσκόρπισεσκορπίστεσκορπίσουσκορπιστείτε
Part
izip
Presσκορπίζονταςσκορπιζόμενος
Perfέχοντας σκορπίσει
έχοντας σκορπισμένο
σκορπισμένος, -η, -οσκορπισμένοι, -ες, -α
InfinAoristσκορπίσεισκορπιστεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback