aufschütten
 Verb

γεμίζω Verb
(0)
επιχωματώνω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wann werden Sie das Fundament aufschütten?Πότε θα ρίξετε θεμέλια;

Übersetzung nicht bestätigt

Wenn wir also das ganze Jahr über Wasser haben, können wir auch Laichplätze aus Kies aufschütten, um den allerersten arabischen Lachs zu züchten.Λοιπόν, τώρα που έχουμε νερό όλο το χρόνο, γιατί να μη κατασκευάσουμε τοποθεσίες αναπαραγωγής, να αναπαράγουμε τον πρώτο Αραβικό σολωμό παγκοσμίως, και να διδάξουμε στα έξυπνα ψαράκια, πώς να μεταναστεύουν στον Ινδικό Ωκεανό...

Übersetzung nicht bestätigt

und sammle alle Speise der guten Jahre, die kommen werden, daß sie Getreide aufschütten in Pharaos Kornhäuser zum Vorrat in den Städten und es verwahren,και ας συνάξωσι πάσας τας τροφάς τούτων των ερχομένων καλών ετών, και ας αποταμιεύσωσι σίτον υπό την χείρα του Φαραώ διά τροφάς εις τας πόλεις, και ας φυλάττωσιν αυτόν·

Übersetzung nicht bestätigt

35 und sammle alle Speise der guten Jahre, die kommen werden, daß sie Getreide aufschütten in Pharaos Kornhäuser zum Vorrat in den Städten und verwahren es,35 και ας συνάξωσι πάσας τας τροφάς τούτων των ερχομένων καλών ετών, και ας αποταμιεύσωσι σίτον υπό την χείρα του Φαραώ διά τροφάς εις τας πόλεις, και ας φυλάττωσιν αυτόν·

Übersetzung nicht bestätigt

8 Der soll deine Tochterstädte auf dem Festland mit dem Schwert schlagen; aber gegen dich wird er Bollwerke errichten und einen Wall gegen dich aufschütten und ein Schilddach gegen dich erstellen.8 Αυτός θα εξολοθρεύσει με μάχαιρα τις κωμοπόλεις σου στην πεδιάδα· και θα σηκώσει προμαχώνες εναντίον σου, και θα κάνει προχώματα εναντίον σου, και θα υψώσει εναντίον σου ασπίδες.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




Aktiv
SingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
γεμίζωγεμίζουμε, γεμίζομε
γεμίζειςγεμίζετε
γεμίζειγεμίζουν(ε)
Imper
fekt
γέμιζαγεμίζαμε
γέμιζεςγεμίζατε
γέμιζεγέμιζαν, γεμίζαν(ε)
Aoristγέμισαγεμίσαμε
γέμισεςγεμίσατε
γέμισεγέμισαν, γεμίσαν(ε)
Per
fekt
έχω γεμίσειέχουμε γεμίσει
έχεις γεμίσειέχετε γεμίσει
έχει γεμίσειέχουν γεμίσει
Plu
per
fekt
είχα γεμίσειείχαμε γεμίσει
είχες γεμίσειείχατε γεμίσει
είχε γεμίσειείχαν γεμίσει
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα γεμίζωθα γεμίζουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίζειςθα γεμίζετε
θα γεμίζειθα γεμίζουν(ε)
Fut
ur
θα γεμίσωθα γεμίσουμε, θα γεμίζομε
θα γεμίσειςθα γεμίσετε
θα γεμίσειθα γεμίσουν(ε)
Fut
ur II
θα έχω γεμίσειθα έχουμε γεμίσει
θα έχεις γεμίσειθα έχετε γεμίσει
θα έχει γεμίσειθα έχουν γεμίσει
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να γεμίζωνα γεμίζουμε, να γεμίζομε
να γεμίζειςνα γεμίζετε
να γεμίζεινα γεμίζουν(ε)
Aoristνα γεμίσωνα γεμίσουμε, να γεμίσομε
να γεμίσειςνα γεμίσετε
να γεμίσεινα γεμίσουν(ε)
Perfνα έχω γεμίσεινα έχουμε γεμίσει
να έχεις γεμίσεινα έχετε γεμίσει
να έχει γεμίσεινα έχουν γεμίσει
Imper
ativ
Presγέμιζεγεμίζετε
Aoristγέμισεγεμίστε
Part
izip
Presγεμίζοντας
Perfέχοντας γεμίσει
InfinAoristγεμίσει

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback