Deutsch | Griechisch |
---|---|
Wenn sie aufblähen, lässt der Draht Fäulnisgase entweichen. | Δεδομένου ότι οι φορείς τους πρήζω, οι περικοπές σύρμα τους , απελευθερώνοντας το αέριο αποσυντίθεται. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
aufblähen |
aufpusten |
mit Luft füllen |
aufpumpen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Noch keine Informationen zur Grammatik vorhanden.
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | πρήζω | πρήζουμε, πρήζομε | πρήζομαι | πρηζόμαστε |
πρήζεις | πρήζετε | πρήζεσαι | πρήζεστε, πρηζόσαστε | ||
πρήζει | πρήζουν(ε) | πρήζεται | πρήζονται | ||
Imper fekt | έπρηζα | πρήζαμε | πρηζόμουν(α) | πρηζόμαστε, πρηζόμασταν | |
έπρηζες | πρήζατε | πρηζόσουν(α) | πρηζόσαστε, πρηζόσασταν | ||
έπρηζε | έπρηζαν, πρήζαν(ε) | πρηζόταν(ε) | πρήζονταν, πρηζόντανε, πρηζόντουσαν | ||
Aorist | έπρηξα | πρήξαμε | πρήστηκα | πρηστήκαμε | |
έπρηξες | πρήξατε | πρήστηκες | πρηστήκατε | ||
έπρηξε | έπρηξαν, πρήξαν(ε) | πρήστηκε | πρήστηκαν, πρηστήκαν(ε) | ||
Per fekt | έχω πρήξει | έχουμε πρήξει | έχω πρηστεί | έχουμε πρηστεί | |
έχεις πρήξει έχεις πρησμένο | έχετε πρήξει έχετε πρησμένο | έχεις πρηστεί είσαι πρησμένος, -η | έχετε πρηστεί είχε πρησμένοι, -ες | ||
έχει πρήξει | έχουν πρήξει | έχει πρηστεί | έχουν πρηστεί | ||
Plu per fekt | είχα πρήξει | είχαμε πρήξει | είχα πρηστεί | είχαμε πρηστεί | |
είχες πρήξει είχες πρησμένο | είχατε πρήξει είχατε πρησμένο | είχες πρηστεί ήσουν πρησμένος, -η | είχατε πρηστεί ήσαστε πρησμένοι, -ες | ||
είχε πρήξει είχε πρησμένο | είχαν πρήξει είχαν πρησμένο | είχε πρηστεί ήταν πρησμένος, -η, -ο | είχαν πρηστεί ήταν πρησμένοι, -ες, -α | ||
Fut ur Verlaufs- form | θα πρήζω | θα πρήζουμε, θα πρήζομε | θα πρήζομαι | θα πρηζόμαστε | |
θα πρήζεις | θα πρήζετε | θα πρήζεσαι | θα πρήζεστε, | ||
θα πρήζει | θα πρήζουν(ε) | θα πρήζεται | θα πρήζονται | ||
Fut ur | θα πρήξω | θα πρήξουμε, | θα πρηστώ | θα πρηστούμε | |
θα πρήξεις | θα πρήξετε | θα πρηστείς | θα πρηστείτε | ||
θα πρήξει | θα πρήξουν(ε) | θα πρηστεί | θα πρηστούν(ε) | ||
Fut ur II | θα έχω πρήξει | θα έχουμε πρήξει | θα έχω πρηστεί | θα έχουμε πρηστεί | |
θα έχεις πρήξει θα έχεις πρησμένο | θα έχετε πρήξει θα έχετε πρησμένο | θα έχεις πρηστεί θα είσαι πρησμένος, -η | θα έχετε πρηστεί θα είχε πρησμένοι, -ες | ||
θα έχει πρήξει θα έχει πρησμένο | θα έχουν πρήξει θα έχουν πρησμένο | θα έχει πρηστεί θα είναι πρησμένος, -η, -ο | θα έχουν πρηστεί θα είναι πρησμένοι, -ες, -α | ||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να πρήζω | να πρήζουμε, | να πρήζομαι | να πρηζόμαστε |
να πρήζεις | να πρήζετε | να πρήζεσαι | να πρήζεστε, | ||
να πρήζει | να πρήζουν(ε) | να πρήζεται | να πρήζονται | ||
Aorist | να πρήξω | να πρήξουμε, | να πρηστώ | να πρηστούμε | |
να πρήξεις | να πρήξετε | να πρηστείς | να πρηστείτε | ||
να πρήξει | να πρήξουν(ε) | να πρηστεί | να πρηστούν(ε) | ||
Perf | να έχω πρήξει | να έχουμε πρήξει | να έχω πρηστεί | να έχουμε πρηστεί | |
να έχεις πρήξει | να έχετε πρήξει | να έχεις πρηστεί | να έχετε πρηστεί | ||
να έχει πρήξει | να έχουν πρήξει | να έχει πρηστεί | να έχουν πρηστεί | ||
Imper ativ | Pres | πρήζε | πρήζετε | πρήζεστε | |
Aorist | πρήξε | πρήξτε, πρήστε | πρήξου | πρηστείτε | |
Part izip | Pres | πρήζοντας | |||
Perf | έχοντας πρήξει, έχοντας πρησμένο | πρησμένος, -η, -ο | πρησμένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | πρήξει | πρηστεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.