übermannen
 Verb

καταβάλλω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Wenn Lucas so stark war, wie du und alle anderen sagen... wie konnte ihn deine Schwester überhaupt übermannen?Αφού ήταν τόσο δυνατός, πώς τον εξουδετέρωσε η αδελφή σου;

Übersetzung nicht bestätigt

Sonst übermannen sie uns.Αν δεν είμαστε ενωμένοι, χαθήκαμε!

Übersetzung nicht bestätigt

2 Gefangene konnten ihre Wächter übermannen, besetzten die Zellen und ließen die anderen Gefangenen frei.Δύο κατάδικοι κατάφεραν να αφοπλίσουν τους φρουρούς τους... και κατέλαβαν το κυρίως συγκρότημα, απελευθερώνοντας τους υπόλοιπους κρατούμενους.

Übersetzung nicht bestätigt

Lass dich vom Hass übermannen.'σε το μίσος να σε πλημμυρίσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Du musst in den Teich eintauchen und schon bald wird dich die Furcht übermannen.Το κόλπο είναι ότι πρέπει να βυθιστείς στη λίμνη κι ο φόβος θα ρθει κολυμπώντας να σε χαιρετήσει.

Übersetzung nicht bestätigt

Deutsche Synonyme
überwältigen
übermannen
Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
καταβάλλωκαταβάλλουμε, καταβάλλομεκαταβάλλομαικαταβαλλόμαστε
καταβάλλειςκαταβάλλετεκαταβάλλεσαικαταβάλλεστε, καταβαλλόσαστε
καταβάλλεικαταβάλλουν(ε)καταβάλλεταικαταβάλλονται
Imper
fekt
κατέβαλλακαταβάλλαμεκαταβαλλόμουν(α)καταβαλλόμαστε
κατέβαλλεςκαταβάλλατεκαταβαλλόσουν(α)καταβαλλόσαστε
κατέβαλλεκατέβαλλαν, καταβάλλαν(ε)καταβαλλόταν(ε)καταβάλλονταν
Aoristκατέβαλακαταβάλαμεκαταβλήθηκακαταβληθήκαμε
κατέβαλεςκαταβάλατεκαταβλήθηκεςκαταβληθήκατε
κατέβαλεκατέβαλαν, καταβάλαν(ε)καταβλήθηκεκαταβλήθηκαν, καταβληθήκαν(ε)
Per
fekt
έχω καταβάλειέχουμε καταβάλειέχω καταβληθεί
είμαι καταβεβλημένος, -η
έχουμε καταβληθεί
είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
έχεις καταβάλειέχετε καταβάλειέχεις καταβληθεί
είσαι καταβεβλημένος, -η
έχετε καταβληθεί
είστε καταβεβλημένοι, -ες
έχει καταβάλειέχουν καταβάλειέχει καταβληθεί
είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
έχουν καταβληθεί
είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα καταβάλειείχαμε καταβάλειείχα καταβληθεί
ήμουν καταβεβλημένος, -η
είχαμε καταβληθεί
ήμαστε καταβεβλημένοι, -ες
είχες καταβάλειείχατε καταβάλειείχες καταβληθεί
ήσουν καταβεβλημένος, -η
είχατε καταβληθεί
ήσαστε καταβεβλημένοι, -ες
είχε καταβάλειείχαν καταβάλειείχε καταβληθεί
ήταν καταβεβλημένος, -η, -ο
είχαν καταβληθεί
ήταν καταβεβλημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα καταβάλλωθα καταβάλλουμε, θα καταβάλλομεθα καταβάλλομαιθα καταβαλλόμαστε
θα καταβάλλειςθα καταβάλλετεθα καταβάλλεσαιθα καταβάλλεστε, θα καταβαλλόσαστε
θα καταβάλλειθα καταβάλλουν(ε)θα καταβάλλεταιθα καταβάλλονται
Fut
ur
θα καταβάλωθα καταβάλουμε, θα καταβάλομεθα καταβληθώθα καταβληθούμε
θα καταβάλειςθα καταβάλετεθα καταβληθείςθα καταβληθείτε
θα καταβάλειθα καταβάλουν(ε)θα καταβληθείθα καταβληθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω καταβάλειθα έχουμε καταβάλειθα έχω καταβληθεί
θα είμαι καταβεβλημένος, -η
θα έχουμε καταβληθεί
θα είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
θα έχεις καταβάλειθα έχετε καταβάλειθα έχεις καταβληθεί
θα είσαι καταβεβλημένος, -η
θα έχετε καταβάλει
θα είστε καταβεβλημένοι, -ες
θα έχει καταβάλειθα έχουν καταβάλειθα έχει καταβληθεί
θα είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
θα έχουν καταβληθεί
θα είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να καταβάλλωνα καταβάλλουμε, να καταβάλλομενα καταβάλλομαινα καταβαλλόμαστε
να καταβάλλειςνα καταβάλλετενα καταβάλλεσαινα καταβάλλεστε, να καταβαλλόσαστε
να καταβάλλεινα καταβάλλουνενα καταβάλλεταινα καταβάλλονται
Aoristνα καταβάλωνα καταβάλουμενα καταβληθώνα καταβληθούμε
να καταβάλειςνα καταβάλετενα καταβληθείςνα καταβληθείτε
να καταβάλεινα καταβάλουν(ε)να καταβληθείνα καταβληθούν(ε)
Perfνα έχω καταβάλεινα έχουμε καταβάλεινα έχω καταβληθεί
να είμαι καταβεβλημένος, -η
να έχουμε καταβληθεί
να είμαστε καταβεβλημένοι, -ες
να έχεις καταβάλεινα έχετε καταβάλεινα έχεις καταβληθεί
να είσαι καταβεβλημένος, -η
να έχετε καταβληθεί
να είστε καταβεβλημένοι, -ες
να έχει καταβάλεινα έχουν καταβάλεινα έχει καταβληθεί
να είναι καταβεβλημένος, -η, -ο
να έχουν καταβληθεί
να είναι καταβεβλημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presκατάβαλλεκαταβάλλετεκαταβάλλεστε
Aoristκατάβαλεκαταβάλετεκαταβληθείτε
Part
izip
Presκαταβάλλονταςκαταβαλλόμενος
Perfέχοντας καταβάλεικαταβεβλημένος, -η, -οκαταβεβλημένοι, -ες, -α
InfinAoristκαταβάλεικαταβληθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback