{η}  σκάλα Subst.  [skala]

{der}    Subst.
(627)
{die}    Subst.
(547)
{das}    Subst.
(96)
{die}    Subst.
(5)
(0)
{die}    Subst.
(0)

GriechischDeutsch
Στo λογότυπο απεικoνίζονται σε μαύρo φόντo, ο Cangrande della Scala, έφιππoς σε λευκό άλογο, και μια κίτρινη ανθήλη ρυζιoύ, ενώ στο κάτω μέρος του λογότυπου εμφανίζεται το οικόσημο της Νerona, με την κόκκινη σκάλα σε κίτρινo φόντo.Auf der Marke ist der Cangrande della Scala auf einem weißen Pferd und mit einer gelben Reisähre in schwarzem Feld, darunter das Stadtwappen von Verona mit der roten Leiter in gelbem Feld dargestellt.

Übersetzung bestätigt

Η αναρρίχηση σε μια σκάλα περικλείει πάντα το ενδεχόμενο πτώσης και τραυματισμού.Beim Besteigen einer Leiter besteht immer die Möglichkeit, herunterzufallen und sich zu verletzen.

Übersetzung bestätigt

«Η πτώση» είναι επομένως «συνυφασμένη με τη σκάλα» και αποτελεί ένα αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της χρησιμοποίησης μιας σκάλας και δεν μπορεί να αποκλειστεί.„Von der Leiter fallen“ ist daher „leiterimmanent“, ein der Leiter innewohnendes Potenzial, das nicht ausgeschlossen werden kann.

Übersetzung bestätigt

Ενώ ο κίνδυνος υπάρχει πάντα, η πιθανότητα υλοποίησης του μπορεί να ελαχιστοποιηθεί, παραδείγματος χάριν εάν το πρόσωπο που αναρριχάται στη σκάλα είναι προσεκτικό.Die Gefahr besteht zu jeder Zeit, kann jedoch beispielsweise dadurch minimiert werden, dass die betreffende Person beim Besteigen der Leiter vorsichtig ist.

Übersetzung bestätigt

«Η πτώση» είναι επομένως «συνυφασμένη με τη σκάλα»· αποτελεί ένα αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της χρησιμοποίησης μιας σκάλας και δεν μπορεί να αποκλειστεί.Beim Besteigen einer Leiter besteht immer die Möglichkeit, herunterzufallen und sich zu verletzen.

Übersetzung bestätigt





Griechische Definition zu σκάλα

σκάλα η [skála] Ο25α : 1α. σύνολο από επίπεδες, οριζόντιες επιφάνειες διευθετημένες κατά ορθή γωνία και σε διαφορετικό ύψος, που χρησιμεύουν στην άνοδο και στην κάθοδο: Ξύλινη / μαρμάρινη / σιδερένια σκάλα. Φαρδιά / στενή / απότομη σκάλα. Εσωτερική / εξωτερική σκάλα, μέσα ή έξω από ένα κτίριο. σκάλα υπηρεσίας, σε παλαιότερες πολυκατοικίες, μεταλλική σκά λα που οδηγούσε από την κουζίνα του σπιτιού στην ταράτσα. Kυλιόμενες* σκάλες. || (συχνά στον πληθ.): Aνέβηκε / κατέβηκε τις σκάλες τρέχο ντας, τη σκάλα. Kατρακύλησε από τις σκάλες. (προφ.): Aνέβηκε τρεις σκάλες, τρεις ορόφους (σκάλες τριών ορόφων). β. φορητή κατασκευή, συνήθ. ξύλινη ή μεταλλική, από δύο κάθετα δοκάρια που συνδέονται με οριζόντια επίπεδα στοιχεία, τα σκαλοπάτια, και με την οποία γίνονται προσιτά σημεία στα οποία δε φτάνει κάποιος: Aκούμπησε τη σκάλα στο δέντρο για να κόψει φρούτα. Έβαλε τη σκάλα για να κρεμάσει τις κουρτίνες. Πτυσσόμενη σκάλα. σκάλα για τη βιβλιοθήκη. || (μτφ.): Tα μαλλιά της κάνουν σκάλες, είναι μακριά και ελαφρά κυματιστά. [...]

http://www.greek-language.gr

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback