συγχωρώ Verb (21) |
Deutsch | Griechisch |
---|---|
Ich werde Ihnen verzeihen. | Σε συγχωρώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Er schuf einen dunklen Fleck in mir, das kann ich ihm nicht verzeihen. | Μου έβαλε κάτι σκοτεινό μέσα μου και δεν του το συγχωρώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Aber wissen Sie, Ich werde dir verzeihen. | Αλλά ξέρεις, σε συγχωρώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Wer ich verzeihen. | Την οποία συγχωρώ. Übersetzung nicht bestätigt |
Den Mord an ihr könnte ich ihm verzeihen... | Σχεδόν τον συγχωρώ που τη σκοτωσε. Übersetzung nicht bestätigt |
Deutsche Synonyme |
---|
entschuldigen |
exkulpieren |
amnestieren |
begnadigen |
verzeihen |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter. |
Person | Wortform | |||
---|---|---|---|---|
Präsens | ich | verzeihe | ||
du | verzeihst | |||
er, sie, es | verzeiht | |||
Präteritum | ich | verzieh | ||
Konjunktiv II | ich | verziehe | ||
Imperativ | Singular | verzeihe! verzeih! | ||
Plural | verzeiht! | |||
Perfekt | Partizip II | Hilfsverb | ||
verziehen | haben | |||
Alle weiteren Formen: Flexion:verzeihen |
Aktiv | Passiv | ||||
---|---|---|---|---|---|
Singular | Plural | Singular | Plural | ||
I N D I K A T I V | Präs enz | sugxorao62">συγχωράω, sugxoro">συγχωρώ | συγχωράμε, συγχωρούμε | συγχωριέμαι | συγχωριόμαστε |
συγχωράς | συγχωράτε | συγχωριέσαι | συγχωριέστε, συγχωριόσαστε | ||
συγχωράει, συγχωρά | συγχωράν(ε), συγχωρούν(ε) | συγχωριέται | συγχωριούνται, συγχωριόνται | ||
Imper fekt | συγχωρούσα, συγχώραγα | συγχωρούσαμε, συγχωράγαμε | συγχωριόμουν(α) | συγχωριόμαστε, συγχωριόμασταν | |
συγχωρούσες, συγχώραγες | συγχωρούσατε, συγχωράγατε | συγχωριόσουν(α) | συγχωριόσαστε, συγχωριόσασταν | ||
συγχωρούσε, συγχώραγε | συγχωρούσαν(ε), συγχώραγαν, συγχωράγανε | συγχωριόταν(ε) | συγχωριόνταν(ε), συγχωριούνταν, συγχωριόντουσαν | ||
Aorist | συγχώρησα | συγχωρήσαμε | συγχωρήθηκα | συγχωρηθήκαμε | |
συγχώρησες | συγχωρήσατε | συγχωρήθηκες | συγχωρηθήκατε | ||
συγχώρησε | συγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε) | συγχωρήθηκε | συγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε) | ||
Perf ekt | |||||
Plu perf ekt | |||||
Fut ur Verlaufs- form | |||||
Fut ur | |||||
θα συγχωρήσεις | θα συγχωρήσετε | θα συγχωρηθείς | θα συγχωρηθείτε | ||
θα συγχωρήσει | θα συγχωρήσουν(ε) | θα συγχωρηθεί | θα συγχωρηθούν(ε) | ||
Fut ur II | |||||
K O N J U N K T I V | Präs enz | να συγχωράω, να συγχωρώ | να συγχωράμε, να συγχωρούμε | να συγχωριέμαι | να συγχωριόμαστε |
να συγχωράς | να συγχωράτε | να συγχωριέσαι | να συγχωριέστε, να συγχωριόσαστε | ||
να συγχωράει, να συγχωρά | να συγχωράν(ε), να συγχωρούν(ε) | να συγχωριέται | να συγχωριούνται, να συγχωριόνται | ||
Aorist | να συγχωρήσω | να συγχωρήσουμε, να συγχωρήσομε | να συγχωρηθώ | να συγχωρηθούμε | |
να συγχωρήσεις | να συγχωρήσετε | να συγχωρηθείς | να συγχωρηθείτε | ||
να συγχωρήσει | να συγχωρήσουν(ε) | να συγχωρηθεί | να συγχωρηθούν(ε) | ||
Perf | |||||
Imper ativ | Pres | συγχώρα, συγχώραγε | συγχωράτε | συγχωριέστε | |
Aorist | συγχώρησε, συγχώρα | συγχωρήστε | συγχωρήσου | συγχωρηθείτε | |
Part izip | Pres | συγχωρώντας | |||
Perf | έχοντας συγχωρήσει, έχοντας συγχωρημένο | συγχωρημένος, -η, -ο | συγχωρημένοι, -ες, -α | ||
Infin | Aorist | συγχωρήσει | συγχωρηθεί |
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.