verzeihen
 Verb

συγχωρώ Verb
(21)
DeutschGriechisch
Ich werde Ihnen verzeihen.Σε συγχωρώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Er schuf einen dunklen Fleck in mir, das kann ich ihm nicht verzeihen.Μου έβαλε κάτι σκοτεινό μέσα μου και δεν του το συγχωρώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Aber wissen Sie, Ich werde dir verzeihen.Αλλά ξέρεις, σε συγχωρώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Wer ich verzeihen.Την οποία συγχωρώ.

Übersetzung nicht bestätigt

Den Mord an ihr könnte ich ihm verzeihen...Σχεδόν τον συγχωρώ που τη σκοτωσε.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
sugxorao62">συγχωράω,
sugxoro">συγχωρώ
συγχωράμε, συγχωρούμεσυγχωριέμαισυγχωριόμαστε
συγχωράςσυγχωράτεσυγχωριέσαισυγχωριέστε, συγχωριόσαστε
συγχωράει, συγχωράσυγχωράν(ε), συγχωρούν(ε)συγχωριέταισυγχωριούνται, συγχωριόνται
Imper
fekt
συγχωρούσα, συγχώραγασυγχωρούσαμε, συγχωράγαμεσυγχωριόμουν(α)συγχωριόμαστε, συγχωριόμασταν
συγχωρούσες, συγχώραγεςσυγχωρούσατε, συγχωράγατεσυγχωριόσουν(α)συγχωριόσαστε, συγχωριόσασταν
συγχωρούσε, συγχώραγεσυγχωρούσαν(ε), συγχώραγαν, συγχωράγανεσυγχωριόταν(ε)συγχωριόνταν(ε), συγχωριούνταν, συγχωριόντουσαν
Aoristσυγχώρησασυγχωρήσαμεσυγχωρήθηκασυγχωρηθήκαμε
συγχώρησεςσυγχωρήσατεσυγχωρήθηκεςσυγχωρηθήκατε
συγχώρησεσυγχώρησαν, συγχωρήσαν(ε)συγχωρήθηκεσυγχωρήθηκαν, συγχωρηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω συγχωρήσει
έχω συγχωρημένο
έχουμε συγχωρήσει
έχουμε συγχωρημένο
έχω συγχωρηθεί
είμαι συγχωρημένος, -η
έχουμε συγχωρηθεί
είμαστε συγχωρημένοι, -ες
έχεις συγχωρήσει
έχεις συγχωρημένο
έχετε συγχωρήσει
έχετε συγχωρημένο
έχεις συγχωρηθεί
είσαι συγχωρημένος, -η
έχετε συγχωρηθεί
είστε συγχωρημένοι, -ες
έχει συγχωρήσει
έχει συγχωρημένο
έχουν συγχωρήσει
έχουν συγχωρημένο
έχει συγχωρηθεί
είναι συγχωρημένος, -η, -ο
έχουν συγχωρηθεί
είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
Plu
perf
ekt
είχα συγχωρήσει
είχα συγχωρημένο
είχαμε συγχωρήσει
είχαμε συγχωρημένο
είχα συγχωρηθεί
ήμουν συγχωρημένος, -η
είχαμε συγχωρηθεί
ήμαστε συγχωρημένοι, -ες
είχες συγχωρήσει
είχες συγχωρημένο
είχατε συγχωρήσει
είχατε συγχωρημένο
είχες συγχωρηθεί
ήσουν συγχωρημένος, -η
είχατε συγχωρηθεί
ήσαστε συγχωρημένοι, -ες
είχε συγχωρήσει
είχε συγχωρημένο
είχαν συγχωρήσει
είχαν συγχωρημένο
είχε συγχωρηθεί
ήταν συγχωρημένος, -η, -ο
είχαν συγχωρηθεί
ήταν συγχωρημένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα συγχωράω, θα συγχωρώθα συγχωράμε, θα συγχωρούμεθα συγχωριέμαιθα συγχωριόμαστε
θα συγχωράςθα συγχωράτεθα συγχωριέσαιθα συγχωριέστε, θα συγχωριόσαστε
θα συγχωράει, θα συγχωράθα συγχωράν(ε), θα συγχωρούν(ε)θα συγχωριέταιθα συγχωριούνται, θα συγχωριόνται
Fut
ur
θα συγχωρήσωθα συγχωρήσουμε, θα συγχωρήσομεθα συγχωρηθώθα συγχωρηθούμε
θα συγχωρήσειςθα συγχωρήσετεθα συγχωρηθείςθα συγχωρηθείτε
θα συγχωρήσειθα συγχωρήσουν(ε)θα συγχωρηθείθα συγχωρηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω συγχωρήσει
θα έχω συγχωρημένο
θα έχουμε συγχωρήσει
θα έχουμε συγχωρημένο
θα έχω συγχωρηθεί
θα είμαι συγχωρημένος, -η
θα έχουμε συγχωρηθεί
θα είμαστε συγχωρημένοι, -ες
θα έχεις συγχωρήσει
θα έχεις συγχωρημένο
θα έχετε συγχωρήσει
θα έχετε συγχωρημένο
θα έχεις συγχωρηθεί
θα είσαι συγχωρημένος, -η
θα έχετε συγχωρηθεί
θα είστε συγχωρημένοι, -ες
θα έχει συγχωρήσει
θα έχει συγχωρημένο
θα έχουν συγχωρήσει
θα έχουν συγχωρημένο
θα έχει συγχωρηθεί
θα είναι συγχωρημένος, -η, -ο
θα έχουν συγχωρηθεί
θα είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να συγχωράω, να συγχωρώνα συγχωράμε, να συγχωρούμενα συγχωριέμαινα συγχωριόμαστε
να συγχωράςνα συγχωράτενα συγχωριέσαινα συγχωριέστε, να συγχωριόσαστε
να συγχωράει, να συγχωράνα συγχωράν(ε), να συγχωρούν(ε)να συγχωριέταινα συγχωριούνται, να συγχωριόνται
Aoristνα συγχωρήσωνα συγχωρήσουμε, να συγχωρήσομενα συγχωρηθώνα συγχωρηθούμε
να συγχωρήσειςνα συγχωρήσετενα συγχωρηθείςνα συγχωρηθείτε
να συγχωρήσεινα συγχωρήσουν(ε)να συγχωρηθείνα συγχωρηθούν(ε)
Perfνα έχω συγχωρήσει
να έχω συγχωρημένο
να έχουμε συγχωρήσει
να έχουμε συγχωρημένο
να έχω συγχωρηθεί
να είμαι συγχωρημένος, -η
να έχουμε συγχωρηθεί
να είμαστε συγχωρημένοι, -ες
να έχεις συγχωρήσει
να έχεις συγχωρημένο
να έχετε συγχωρήσει
να έχετε συγχωρημένο
να έχεις συγχωρηθεί
να είσαι συγχωρημένος, -η
να έχετε συγχωρηθεί
να είστε συγχωρημένοι, -η
να έχει συγχωρήσει
να έχει συγχωρημένο
να έχουν συγχωρήσει
να έχουν συγχωρημένο
να έχει συγχωρηθεί
να είναι συγχωρημένος, -η, -ο
να έχουν συγχωρηθεί
να είναι συγχωρημένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presσυγχώρα, συγχώραγεσυγχωράτεσυγχωριέστε
Aoristσυγχώρησε, συγχώρασυγχωρήστεσυγχωρήσουσυγχωρηθείτε
Part
izip
Presσυγχωρώντας
Perfέχοντας συγχωρήσει, έχοντας συγχωρημένοσυγχωρημένος, -η, -οσυγχωρημένοι, -ες, -α
InfinAoristσυγχωρήσεισυγχωρηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback