verhexen
 Verb

μαγεύω Verb
(0)
γρουσουζεύω Verb
(0)
DeutschGriechisch
Du sollst hier nicht liegen und die Beine ehrbarer Menschen verhexen."Δεν θα κάθεσαι εκεί να μαγεύεις τα πόδια τίμιων ανθρώπων."

Übersetzung nicht bestätigt

Die Angeklagte wird rückwärts in die Folterkammer geführt, damit sie den Richter nicht verhexen kann wenn sie eintritt.Φέρνουν την κατηγορούμενη στον θάλαμο βασανιστηρίων ανάποδα, ώστε να μην μαγέψει τον δικαστή μπαίνοντας.

Übersetzung nicht bestätigt

Hat 'nen Hokus-Hokus-Pokus und 'nen Tröter-Pixen-Pexen und kann Löwen und Schimpansen kinderleicht verhexen.'Εχει όργανα, φλογέρες, δοξάρια και βιολιά... που μαγεύει όλα τα ζώα στη σειρά.

Übersetzung nicht bestätigt

Denn bedenket dies, wenn einer von der Art dieser Frau einen Mann verhexen kann, wie den Angelsachsen Ivanhoe und den Normannen Bois-Guilbert, was haben dann alle mit Richard gemacht, der auch nur ein Mann ist?Σκεφτειτε αυτο: Αν καποια απο τη φυλη τους.... Μπορει να διαφθειρει τοσο πολυ εναν ανδρα σαν τον Σαξονα Ιβανοη...

Übersetzung nicht bestätigt

Sie ist so auf Sie fixiert, dass Sie sie verhexen.Τόσο κολλημένη που τη γρουσουζεύεις.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
μαγεύωμαγεύουμε, μαγεύομεμαγεύομαιμαγευόμαστε
μαγεύειςμαγεύετεμαγεύεσαιμαγεύεστε, μαγευόσαστε
μαγεύειμαγεύουν(ε)μαγεύεταιμαγεύονται
Imper
fekt
μάγευαμαγεύαμεμαγευόμουν(α)μαγευόμαστε, μαγευόμασταν
μάγευεςμαγεύατεμαγευόσουν(α)μαγευόσαστε, μαγευόσασταν
μάγευεμάγευαν, μαγεύαν(ε)μαγευόταν(ε)μαγεύονταν, μαγευόντανε, μαγευόντουσαν
Aoristμάγεψαμαγέψαμεμαγεύτηκαμαγευτήκαμε
μάγεψεςμαγέψατεμαγεύτηκεςμαγευτήκατε
μάγεψεμάγεψαν, μαγέψαν(ε)μαγεύτηκεμαγεύτηκαν, μαγευτήκαν(ε)
Per
fekt
έχω μαγέψει
έχω μαγεμένο
έχουμε μαγέψει
έχουμε μαγεμένο
έχω μαγευτεί
είμαι μαγεμένος, -η
έχουμε μαγευτεί
είμαστε μαγεμένοι, -ες
έχεις μαγέψει
έχεις μαγεμένο
έχετε μαγέψει
έχετε μαγεμένο
έχεις μαγευτεί
είσαι μαγεμένος, -η
έχετε μαγευτεί
είστε μαγεμένοι, -ες
έχει μαγέψει
έχει μαγεμένο
έχουν μαγέψει
έχουν μαγεμένο
έχει μαγευτεί
είναι μαγεμένος, -η, -ο
έχουν μαγευτεί
είναι μαγεμένοι, -ες, -α
Plu
per
fekt
είχα μαγέψει
είχα μαγεμένο
είχαμε μαγέψει
είχαμε μαγεμένο
είχα μαγευτεί
ήμουν μαγεμένος, -η
είχαμε μαγευτεί
ήμαστε μαγεμένοι, -ες
είχες μαγέψει
είχες μαγεμένο
είχατε μαγέψει
είχατε μαγεμένο
είχες μαγευτεί
ήσουν μαγεμένος, -η
είχατε μαγευτεί
ήσαστε μαγεμένοι, -ες
είχε μαγέψει
είχε μαγεμένο
είχαν μαγέψει
είχαν μαγεμένο
είχε μαγευτεί
ήταν μαγεμένος, -η, -ο
είχαν μαγευτεί
ήταν μαγεμένοι, -ες, -α
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα μαγεύωθα μαγεύουμε, θα μαγεύομεθα μαγεύομαιθα μαγευόμαστε
θα μαγεύειςθα μαγεύετεθα μαγεύεσαιθα μαγεύεστε, θα μαγευόσαστε
θα μαγεύειθα μαγεύουν(ε)θα μαγεύεταιθα μαγεύονται
Fut
ur
θα μαγέψωθα μαγέψουμε, θα μαγέψομεθα μαγευτώθα μαγευτούμε
θα μαγέψειςθα μαγέψετεθα μαγευτείςθα μαγευτείτε
θα μαγέψειθα μαγέψουν(ε)θα μαγευτείθα μαγευτούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω μαγέψει
θα έχω μαγεμένο
θα έχουμε μαγέψει
θα έχουμε μαγεμένο
θα έχω μαγευτεί
θα είμαι μαγεμένος, -η
θα έχουμε μαγευτεί
θα είμαστε μαγεμένοι, -ες
θα έχεις μαγέψει
θα έχεις μαγεμένο
θα έχετε μαγέψει
θα έχετε μαγεμένο
θα έχεις μαγευτεί
θα είσαι μαγεμένος, -η
θα έχετε μαγευτεί
θα είστε μαγεμένοι, -ες
θα έχει μαγέψει
θα έχει μαγεμένο
θα έχουν μαγέψει
θα έχουν μαγεμένο
θα έχει μαγευτεί
θα είναι μαγεμένος, -η, -ο
θα έχουν μαγευτεί
θα είναι μαγεμένοι, -ες, -α
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να μαγεύωνα μαγεύουμε, να μαγεύομενα μαγεύομαινα μαγευόμαστε
να μαγεύειςνα μαγεύετενα μαγεύεσαινα μαγεύεστε, να μαγευόσαστε
να μαγεύεινα μαγεύουν(ε)να μαγεύεταινα μαγεύονται
Aoristνα μαγέψωνα μαγέψουμε, να μαγέψομενα μαγευτώνα μαγευτούμε
να μαγέψειςνα μαγέψετενα μαγευτείςνα μαγευτείτε
να μαγέψεινα μαγέψουν(ε)να μαγευτείνα μαγευτούν(ε)
Perfνα έχω μαγέψει
να έχω μαγεμένο
να έχουμε μαγέψει
να έχουμε μαγεμένο
να έχω μαγευτεί
να είμαι μαγεμένος, -η
να έχουμε μαγευτεί
να είμαστε μαγεμένοι, -ες
να έχεις μαγέψει
να έχεις μαγεμένο
να έχετε μαγέψει
να έχετε μαγεμένο
να έχεις μαγευτεί
να είσαι μαγεμένος, -η
να έχετε μαγευτεί
να είστε μαγεμένοι, -ες
να έχει μαγέψει
να έχει μαγεμένο
να έχουν μαγέψει
να έχουν μαγεμένο
να έχει μαγευτεί
να είναι μαγεμένος, -η, -ο
να έχουν μαγευτεί
να είναι μαγεμένοι, -ες, -α
Imper
ativ
Presμάγευεμαγεύετεμαγεύεστε
Aoristμάγεψεμαγέψτε, μαγεύτεμαγέψουμαγευτείτε
Part
izip
Presμαγεύοντας
Perfέχοντας μαγέψει, έχοντας μαγεμένομαγεμένος, -η, -ομαγεμένοι, -ες, -α
InfinAoristμαγέψειμαγευτεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback