recherchieren
 Verb

ερευνώ Verb
(1)
DeutschGriechisch
Und da habe ich angefangen, dieses Thema zu recherchieren und habe entdeckt, dass Prostatakrebs das männliche Equivalent zu Brustkrebs ist in der Anzahl der Männer, die daran sterben und die damit diagnostiziert werden.Άρχισα να ερευνώ αυτό το θέμα και ανακάλυψα ότι ο καρκίνος του προστάτη είναι το ισοδύναμο του καρκίνου του μαστού για τους άνδρες όσον αφορά τον αριθμό των ανδρών που πεθαίνουν εξαιτίας του και στους οποίους διαγιγνώσκεται.

Übersetzung nicht bestätigt

Ähnliche Wörter
Noch keine ähnlichen Wörter.

Grammatik




AktivPassiv
SingularPluralSingularPlural
I
N
D
I
K
A
T
I
V
Präs
enz
ερευνάω, ερευνώερευνάμε, ερευνούμεερευνώμαιερευνόμαστε, ερευνώμεθα
ερευνάςερευνάτεερευνάσαιερευνάστε, ερευνάσθε
ερευνάει, ερευνάερευνάν(ε), ερευνούν(ε)ερευνάταιερευνώνται
Imper
fekt
ερευνούσαερευνούσαμε
ερευνούσεςερευνούσατε
ερευνούσεερευνούσαν(ε)
Aoristερεύνησαερευνήσαμεερευνήθηκαερευνηθήκαμε
ερεύνησεςερευνήσατεερευνήθηκεςερευνηθήκατε
ερεύνησεερεύνησαν, ερευνήσαν(ε)ερευνήθηκεερευνήθηκαν, ερευνηθήκαν(ε)
Perf
ekt
έχω ερευνήσειέχουμε ερευνήσειέχω ερευνηθείέχουμε ερευνηθεί
έχεις ερευνήσειέχετε ερευνήσειέχεις ερευνηθείέχετε ερευνηθεί
έχει ερευνήσειέχουν ερευνήσειέχει ερευνηθείέχουν ερευνηθεί
Plu
perf
ekt
είχα ερευνήσειείχαμε ερευνήσειείχα ερευνηθείείχαμε ερευνηθεί
είχες ερευνήσειείχατε ερευνήσειείχες ερευνηθείείχατε ερευνηθεί
είχε ερευνήσειείχαν ερευνήσειείχε ερευνηθείείχαν ερευνηθεί
Fut
ur
Verlaufs-
form
θα ερευνάω, θα ερευνώθα ερευνάμε, θα ερευνούμεθα ερευνώμαιθα ερευνόμαστε, θα ερευνώμεθα
θα ερευνάςθα ερευνάτεθα ερευνάσαιθα ερευνάστε, θα ερευνάσθε
θα ερευνάει, θα ερευνάθα ερευνάν(ε), θα ερευνούν(ε)θα ερευνάταιθα ερευνώνται
Fut
ur
θα ερευνήσωθα ερευνήσουμε, θα ερευνήσομεθα ερευνηθώθα ερευνηθούμε
θα ερευνήσειςθα ερευνήσετεθα ερευνηθείςθα ερευνηθείτε
θα ερευνήσειθα ερευνήσουν(ε)θα ερευνηθείθα ερευνηθούν(ε)
Fut
ur II
θα έχω ερευνήσειθα έχουμε ερευνήσειθα έχω ερευνηθείθα έχουμε ερευνηθεί
θα έχεις ερευνήσειθα έχετε ερευνήσειθα έχεις ερευνηθείθα έχετε ερευνηθεί
θα έχει ερευνήσειθα έχουν ερευνήσειθα έχει ερευνηθείθα έχουν ερευνηθεί
K
O
N
J
U
N
K
T
I
V
Präs
enz
να ερευνάω, να ερευνώνα ερευνάμε, να ερευνούμενα ερευνώμαινα ερευνόμαστε, να ερευνώμεθα
να ερευνάςνα ερευνάτενα ερευνάσαινα ερευνάστε, να ερευνάσθε
να ερευνάει, να ερευνάνα ερευνάν(ε), να ερευνούν(ε)να ερευνάταινα ερευνώνται
Aoristνα ερευνήσωνα ερευνήσουμε, να ερευνήσομενα ερευνηθώνα ερευνηθούμε
να ερευνήσειςνα ερευνήσετενα ερευνηθείςνα ερευνηθείτε
να ερευνήσεινα ερευνήσουν(ε)να ερευνηθείνα ερευνηθούν(ε)
Perfνα έχω ερευνήσεινα έχουμε ερευνήσεινα έχω ερευνηθείνα έχουμε ερευνηθεί
να έχεις ερευνήσεινα έχετε ερευνήσεινα έχεις ερευνηθείνα έχετε ερευνηθεί
να έχει ερευνήσεινα έχουν ερευνήσεινα έχει ερευνηθείνα έχουν ερευνηθεί
Imper
ativ
Presερεύναερευνάτεερευνάστε, ερευνάσθε
Aoristερεύνησε, ερεύναερευνήστεερευνήσουερευνηθείτε
Part
izip
Presερευνώντας
Perfέχοντας ερευνήσει
InfinAoristερευνήσειερευνηθεί

Griechisch lernen mit Greeklex


Verbkonjugation

Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.

Rechtschreibprüfung

Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.

Vorleser und Lautschrift

Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.

Vokabeltrainer

Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.


Feedback